Αγαπημένα

Κνουτ Χάμσουν: τα γεγονότα της ζωής του, γραμμένα από το χέρι του

Τα γεγονότα της ζωής του βρίσκονται γραμμένα από το χέρι του στο βιβλίο, το τελευταίο του, που κυκλοφόρησε το 1949, Σε χορταριασμένα μονοπάτια. Ζει αποτραβηγμένος, δεν ακούει σχεδόν καθόλου και η όρασή του έχει αδυνατίσει τόσο πολύ που δεν βλέπει «παρά μόνο σκιές».

Και βέβαια έχουν περάσει τρία χρόνια σήμερα από την κράτησή μου. Κι εδώ είμαι. Δεν μου ’κανε τίποτα ούτε μ’ ένοιαξε. Πέρασε από πάνω μου σαν ένα τυχαίο γεγονός, δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω. Ασκήθηκα να σωπαίνω. Είμαστε όλοι μας ταξιδιώτες για μια χώρα όπου όλοι θα φτάσουμε στην ώρα μας. Μόνο οι γελωτοποιοί γκρινιάζουν τους ουρανούς και βρίσκουν μεγάλα λόγια γι’ αυτά τα τυχαία γεγονότα που αντέχουν περισσότερο από μας και που είναι κι αναπόφευκτα. Ναι, αγαπητοί μου, πόσο αντέχουν και πόσο αναπόφευκτα είναι! Για πολύ καιρό τώρα είχαμε ζέστη και καλοκαίρι, ώς είκοσι τρεις βαθμούς στη σκιά. Αλλάζει ξαφνικά κι ο ουρανός γίνεται διάφανος και σκληρός σαν κρύσταλλο. Είναι νύχτα, μα βγαίνω έξω για να δω. Είναι πανσέληνος, μα πουθενά φεγγάρι. Τι συμβαίνει; Όλα είναι ήσυχα, ούτε ένα κουνούπι. Δυο ώρες αργότερα ξαναβγαίνω και βλέπω ν’ αρχίζει στις κορφές των δέντρων ένα νιο φεγγάρι. Δεν υπάρχει, ίσως, και μεγάλη ανωμαλία σ’ αυτό, καθόλου μάλιστα, μόνο που εγώ παραξενεύτηκα. Αν εδώ και δυο ώρες βρισκόμουν σε κανένα πολύ ψηλό σημείο, θα ’βλεπα το φεγγάρι να αναδύεται από τη θάλασσα σαν μια μέδουσα βρεγμένη στο χρυσάφι. Α, αυτές οι χρόνιες, αδύνατες ψυχικές ικανότητές μου· αυτές φταίνε που φαίνομαι τόσο κουτός! Φυσικά έχω αρθριτικά, μα αυτό δεν μου κάνει τίποτα, δεν με νοιάζει. Όταν είμαι στις καλές με τον εαυτό μου, τα ονομάζω ποδάγρα. Πάει τώρα πάνω από ένας χρόνος που δεν χρησιμοποιώ πια ραβδί. Τι μου χρειάζεται το ραβδί; Ένα είδος ματαιοδοξίας ήταν, έτσι όπως όταν βάζει κανείς το καπέλο του στραβά. Ήταν το ραβδί κανένα στήριγμα για μένα; Όχι. Είχαμε καταντήσει ένα είδος συντρόφων, τίποτ’ άλλο. Σαν γλιστρούσαμε και πέφταμε, βρισκόμασταν πάντα μακριά ο ένας από τον άλλον. Όπως συμβαίνει με τους συντρόφους. Μα φυσικά η ποδάγρα μου είναι ντροπιαστικά ενοχλητική. Δεν ακούω. Καλά. Μα δεν βλέπω, αυτό είναι το χειρότερο. Δεν μπορώ πια να διαβάσω μια εφημερίδα, μια άθλια παλιοεφημερίδα! Δεν παίζει κανέναν ρόλο. Στην κυριολεξία και τούτο κομπασμός είναι· μπορώ κάλλιστα να διαβάσω όταν πέφτει δυνατός ήλιος πάνω στο χαρτί. Στη βόρεια Νορβηγία είχαμε κάτι που το ονομάζαμε «βλέπω-βαδίζω», να βλέπεις δηλαδή πού βαδίζεις. Όταν η Μάρεν Μάρια Χίελσεν περπατούσε, είχε ακόμα το «βλέπω-βαδίζω» της, μα χρησιμοποιούσε ραβδί και είχε κι έναν σωρό άλλα σακατιλίκια. Η Μάρεν Μάρια ήταν ένα μυστήριο πρόσωπο στη μικρή μας κοινωνία· κανένας δεν ήξερε τίποτα γύρω απ’ αυτήν, έλεγαν όμως πως κάποτε ήταν από τζάκι, κόρη καπετάνιου ή κάτι τέτοιο, μα ήταν κι αυτό εικασία, η ίδια δεν έλεγε τίποτα. Ότι ήταν παιδί ψηλότερου προσώπου το ’λεγε και το επίθετό της· κανένας δεν ήταν που λεγόταν Χίελσεν στα μέρη μας. Όταν η Μάρεν Μάρια έφερνε βόλτα στους γείτονες, το ’κανε μονάχα μ’ έναν σκοπό: να ζητιανέψει μια πρέζα ταμπάκο για τον πονόδοντό της. Στα νεανικά της χρόνια είχε συνηθίσει στον καπνό και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς· μασουλούσε ταμπάκο σαν ναύτης. Κατά τ’ άλλα, ήταν απεριποίητη και ξεδιάντροπη. Μα αυτό το πλάσμα είχε τα ωραιότερα παρθενικά χέρια. Μ’ άφηναν έκπληκτο τα χέρια της· ήταν κιτρινωπά στη χροιά του δέρματος, μα τόσο λεπτά και μαλακά, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν σε τίποτα, ποτέ· και τόσο καθαρά, μα τόσο όμορφα να τα κοιτάζεις! Στο τέλος κηρύχθηκε η Μάρεν Μάρια άπορη και ζούσε από το ταμείο της ενορίας όταν ήταν στα εβδομήντα ή ογδόντα. Διατήρησε το άγραφο δρομολόγιό της στα γειτονικά κτήματα χωρίς συνοδό· είχε το «βλέπω-βαδίζω» ώς τα τελευταία της.

Είναι χάρισμα να έχει κανείς το «βλέπω-βαδίζω» αρκετά χρόνια μπρος. 23 του Ιούνη, μεσοκαλόκαιρο, 1948. Το Εφετείο έβγαλε την απόφαση και εγώ τελειώνω το γράψιμο.

Το βιβλίο Σε χορταριασμένα μονοπάτια κυκλοφορεί σε ανανεωμένη έκδοση από τις εκδόσεις Δωδώνη.

Facebook
Twitter
LinkedIn