Το κείμενο γράφει ο Ανέστης Ακριτίδης
Θέατρο, η αναιώνια Τέχνη του Λόγου και της Εικόνας…
η Τέχνη που πλάθει τους ανθρώπους,
όπως ο αγγειοπλάστης τον πηλό…
(ή αλλέως, εμβριθής ανάγνωση του θεατρικού έργου Οι χειροπέδες της ευτυχίας, της Αντωνίας Θεοχαρίδου)
Αρχέγονη Τέχνη του Θεάτρου!
Από τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, έως τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τη Λούλα Αναγνωστάκη, το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, την Κατίνα Παξινού και τον Μάνο Κατράκη, τον Τσέχωφ, τον Μπρεχτ και τον Ιονέσκο, λαβύρινθος με ατέλειωτους διαδρόμους η θεία Τέχνη, συγγραφείς και σκηνοθέτες, ηθοποιοί και σκηνογράφοι, μουσικοί και τεχνικοί, ένα σύμπαν ολάκερο, να βυθίζεσαι στο Λόγο και την Εικόνα, σε νοήματα ποικίλα, ιδέες και φιλοσοφίες, διδαχές και συμβολισμούς, συναισθήματα που μετακενώνονται στην ψυχή του δέκτη…
Οι χειροπέδες της ευτυχίας…
Τίτλος αντιφατικός – να βλέπεις στις χειροπέδες τη φυλακή και τον αποκλεισμό, να βλέπεις στην ευτυχία το απέραντο της ελευθερίας και την ηδονή του καλώς ζην…
Και σαν έρθεις τετ α τετ με τους ήρωες του έργου, νιώθεις τότε να σε σφίγγουν τα μεταλλικά βραχιόλια – συμβιβασμοί και ξεπουλήματα, αλλοτρίωση ατόφια, η αλήθεια ολόγυμνη, ο κυνισμός του αργυρώνητου, το θύμα που γίνεται θύτης και τανάπαλιν, ανατροπές που σε τρομάζουν, μα που τις βλέπεις καθημερινά ή που τις προσπερνάς σφυρίζοντας, σαν να μην τις είδες…
Το θέμα πρωτότυπο:
Μια ανθούσα επιχείρηση κατασκευάζει και προωθεί τις χειροπέδες της ευτυχίας, υποσχόμενη στους πελάτες της την αιώνια ευτυχία. Οι πελάτες με την αγορά του βραχιολιού υποχρεούνται να υπογράψουν ένα πενταετές συμβόλαιο με την εταιρεία. Έτσι, κάποια στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις ίδιες τους τις επιλογές, αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Ξετυλίγεται, δηλονότι, η ψυχογραφία των τεσσάρων ηρώων – ενός ζευγαριού που αγοράζει τις χειροπέδες της ευτυχίας και δύο υπαλλήλων της εταιρείας.
Οι εναλλαγές των συμπεριφορών, τα πρόσωπα που αιωρούνται ανάμεσα στο καλό και το κακό, το μέτρο και την υπερβολή, την ελευθερία και την αλλοτρίωση, δεν σε αφήνουν, ως αναγνώστη, να ησυχάσεις…
Εκείνο, ωστόσο, που σε τρομάζει, παρόλο που το ζεις σε όλη του την έκταση, είναι η παντοδυναμία του χρήματος και φυσικά του πλούτου. Έρχεται στο νου σου το ρηθέν υπό του Σοφοκλέους “Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίον άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, τόδ’ άνδρας εξανίστησιν δόμων. Τόδ’ εκδιδάσκει και παραλλάσσει φρένας χρηστάς προς αισχρά πράγμαθ’ ίστασθαι βροτών” ( και σε μετάφραση Γιάννη Γρυπάρη: Γιατί μες στους ανθρώπους εύρεμα πιο κακό δε βλάστησε άλλο απ’ το χρυσάφι. Αυτό τις πολιτείες φέρνει άνω κάτω. Αυτό και ξεβγατίζει τους άντρες απ’ τα σπίτια των. Αυτό και των δικαίων τις γνώμες ξεπλανεύει κι αλλάζοντάς τες τις στρέφει σ’ αισχρές πράξεις).
Γλώσσα λιτή, σχεδόν δωρική. Θέμα πρωτόφαντο και ρηξικέλευθο, ρεαλισμός που τσακίζει κόκαλα, λόγος που διδάσκει και αφυπνίζει, αλήθειες αμακιγιάριστες. Δώρο εκλεκτό για τον αναγνώστη είναι και οι ανατροπές, όπλο ισχυρό για ένα θεατρικό κείμενο, μα και για την Παράσταση που αυτό κυοφορεί.
Για τη διαλογική σκευή, είναι προφανές πως καταδεικνύει τον σύγχρονο άνθρωπο, την παροντική μορφή επικοινωνίας, το τώρα.
Η Αντωνία Θεοχαρίδου κατόρθωσε, μέσα σε 78 σελίδες, να προσεγγίσει σε βάθος το τραχύ θέμα της συναισθηματικής χειραγώγησης, να το εγχειρήσει σ’ εμάς, να μας οδηγήσει σε σκέψεις και στοχασμούς.
Για το ανέβασμα του έργου της σε διάφορα Θέατρα, ουδέν σχόλιον, πάρεξ η ορθή επιλογή των σκηνοθετών…