Αγαπημένα

συνέντευξη με τον Δημήτρη Τσατσούλη | Θεατρογραφίες τεύχος 28

περιεχόμενα περιοδικού Θεατρογραφίες-τεύχος 28 που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη

Τη συνέντευξη, που δημοσιεύεται ολόκληρη στο τεύχος 28, πήρε ο Αντώνης Τσίλλερ, θεατρολόγος-υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.

Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Πτυχιούχος των Πανεπιστημίων Αθηνών και Παντείου, με μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια: Université de Droit, d’ Économie et de Sciences Sociales de Paris – Paris II, της École des Hautes Etudes en Sciences Sociales de Paris και του Université Paris X – Nanterre και διπλωματούχος των Πανεπιστημίων Paris II & Institut Universitaire International de Luxembourg. Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο την Κοινωνιο-Σημειωτική Θεωρία.

Κύριε Τσατσούλη, είσαστε ένας από τους πρώτους που γράψατε κριτικές και όχι μόνο για παραστάσεις πολύ προοδευτικές, σχεδόν επαναστατικές θα έλεγε κανείς για την εποχή τους,  όπως οι παραστάσεις του Άλμπερτ Χίρχε στο θέατρο Αμόρε, αλλά και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Θεωρείτε πλέον πως το ελληνικό θέατρο, τείνει να συντηρητικοποιείται;

Η παράσταση του Χίρχε Bad Actors στο θέατρο Αμόρε τη δεκαετία του ’90 είχε αποτελέσει σκάνδαλο, και είχε αποτελέσει σκάνδαλο αποκλειστικά για θέματα γυμνού,  για θέματα  σεξουαλικών επαφών μεταξύ ηθοποιών, κτλ.κτλ., τα οποία, βέβαια, στο εξωτερικό, δύο δεκαετίες πριν την παράσταση αυτή, δεν ήταν τόσο κολάσιμα θα λέγαμε. Όχι βέβαια στην Ελλάδα, καθώς τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα κυριαρχούσε η λογοκρισία και ο συντηρητισμός που είχε επιβάλει η χούντα, ενώ στη μεταπολιτευτική περίοδο δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί τόσο αυτή η ελευθεριότητα στο θέατρο, διότι εκείνο που κυριάρχησε ήταν το πολιτικοποιημένο θέατρο. Και που ίσως αυτό ήταν ανάγκη να αναπτυχθεί ακριβώς επειδή είχε καταπιεστεί τα προηγούμενα χρόνια. Χωρίς να παραβλέπω το γεγονός ότι σε μια «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών» το γυμνό στο θέατρο (βλ. Μαριέττα Ριάλδη) ή στον κινηματογράφο (βλ. Λυσιστράτη του ζεύγους Καρέζη-Καζάκου) λάμβανε τη διάσταση μιας πράξης αντίστασης στα συντηρητικά ήθη της χούντας.                                                                                            Παρ’ όλα αυτά,  κυρίως στις αρχές του ’80, είχαν ανέβει στην Αθήνα παραστάσεις που ήταν αρκετά προκλητικές ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, όπως για παράδειγμα το Ω, Καλκούτα, που εμφανίστηκε στην Ελλάδα κάμποσα χρόνια μετά το ανέβασμά του στο εξωτερικό – είχε τύχει να το δω παλαιότερα φοιτητής στο Παρίσι. Ανέβηκε λοιπόν καθυστερημένα, όπως πολλά τότε, και στην Ελλάδα, και μάλιστα σε εμπορικό θέατρο, όπως άλλωστε και άλλες παραστάσεις, με πολύ γυμνό, ειδικά δε με όλη αυτή την άνοιξη που γνώρισε τότε το ελληνικό χοροθέατρο. Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες τέτοιες περιπτώσεις σε κάποια θέατρα πιο απόμερα, όπου το γυμνό δεν είναι ταμπού, παρ’ όλα αυτά  μέσα σ’ αυτή την πληθώρα των θεατρικών παραστάσεων επικρατεί μια συντηρητικότερη στροφή. Και όχι τόσο στο θέατρο όσο στην ίδια την κοινωνία. Οι νέοι, σήμερα, είναι απείρως πιο συντηρητικοί στην κοινωνική τους έκφραση απ’ ό,τι τις δεκαετίες του ’70, του ’80, αρχές του ’90.  Η σχέση τους με το σώμα έχει χάσει τη φυσικότητά του, είναι μόνο σχέση γυμναστηρίων, διατροφής, επίδειξης, ένα σώμα αντικείμενο προς θέαση και όχι για επαφή, σχεδόν πραγμοποιημένο.

Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα της παράστασης του Χίρχε, εγώ σε όλο αυτό διέκρινα αφενός τις διακειμενικές αναφορές της και αφετέρου ένα αιχμηρό χιούμορ προς πολλές κατευθύνσεις. Παρωδούσε παλαιές παραστάσεις, δείχνοντας την υποκριτική τους γύμνια, κινηματογραφικές ταινίες και, πρώτιστα, την έως πρόσφατα ερωτική-ηδονική σχέση του θεατή με τον επί σκηνής ηθοποιό-βεντέτα, καταργώντας το δραματικό πρόσωπο που αυτός υποδυόταν. Όσον αφορά δε την κριτική μου πρωτοποριακών ομάδων, την εποχή που έγραφα συστηματικά πλέον κριτική, από τη δεκαετία του ’90 – αρχές του 2000, εμφανίστηκαν κάποιες ομάδες, που, σε αντίθεση με αργότερα, δηλαδή μετά το 2010, έφεραν πραγματικά κάτι νέο στην ελληνική σκηνή. Άξιζε λοιπόν να υποστηριχθούν, και αποδείχτηκε ότι πράγματι επρόκειτο για ταλαντούχους καλλιτέχνες, οι οποίοι ακόμα και σήμερα δημιουργούν και μάλιστα δημιουργούν και σε μεγαλύτερα θέατρα, αντίθετα με κάποιες άλλες παραστάσεις πιο παραδοσιακές, επίσης νεανικών ομάδων, οι οποίες και εξαφανίστηκαν γιατί δεν είχαν τίποτα να δώσουν, απλώς απομιμούνταν πολύ παλαιότερα κλισέ. Εννοώ θεατρικά, παραστασιακά κλισέ. Υποστήριξα λοιπόν τέτοια σχήματα τότε ακριβώς γιατί θεωρώ ότι διέθετα τα εργαλεία για να κατανοήσω καλύτερα αυτό που γινότανε (και αυτό σε σχέση και  με την ερώτηση που μου κάνατε προηγουμένως, δηλαδή το κατά πόσο στο μεταμοντέρνο θέατρο μπορεί να αξιοποιήσει κανείς τα εργαλεία της σημειωτικής). Θεωρώ λοιπόν ότι έχοντας εκείνα τα εργαλεία, αλλά και αναπροσαρμόζοντάς τα φυσικά στις νέες ανάγκες και στα νέα ερεθίσματα που έφερναν αυτές οι παραστάσεις των νέων καλλιτεχνών, σίγουρα και μπορούσα να κατανοήσω καλύτερα και μπορούσα να ερμηνεύσω καλύτερα και μπορούσα να ψάξω, να μελετήσω περισσότερο για να καταλάβω καλύτερα, και όχι να γράψω μια βιαστική κριτική την επόμενη μέρα, όπως λέγαμε και πριν, και έτσι μπόρεσα να τις υποστηρίξω.

Το ίδιο έκανα εξάλλου και με παραστάσεις που ήρθανε από το εξωτερικό και που είδαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπως μου έχει μείνει έντονα το «Wooster Group», το οποίο έφερε παλιότερες παραστάσεις του στην Ελλάδα και οι οποίες ίσως να είχαν κάποιο προκλητικό περιεχόμενο (όπως η Φαίδρα τους), αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσαν άλλους θεατρικούς τρόπους και οι οποίοι ήτανε τελείως ξένοι για μια παραδοσιακή κριτική. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι επειδή είχα υποστηρίξει και είχα γράψει τότε θετικά πράγματα για τις τότε παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών, όπως το «Wooster Group», αλλά και για άλλες παραστάσεις, όπως του Μαρμαρινού, ή της Μπρούσκου, κ.ά, είχα δεχτεί και μια μεγάλη προσβλητική επίθεση, ολοσέλιδη, από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο,με την οποία με «προκαλούσε» να ανοίξουμε διάλογο σχετικά με τα όσα υποστήριζα. Εγώ τότε έγραφα στη Νέα Εστία, ένα αμιγώς λογοτεχνικό, ιστορικό περιοδικό, ενώ ο Γεωργουσόπουλος έγραφε στα Νέα, μια ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα. Η όποια «διαμάχη» θα ήταν μάλλον άνιση, όπως είναι αυτονόητο. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, αποφάσισα ότι δεν υπήρχε κανείς λόγος για μια τέτοια συζήτηση, όπου δεν υπήρχε εξ αρχής σημείο συνάντησης κι έτσι δεν έδωσα καμία συνέχεια ούτε ασχολήθηκα περαιτέρω. Θεωρώ ότι ο καθένας έχει τα εργαλεία του για να κρίνει όπως νομίζει αυτό που βλέπει.

Facebook
Twitter
LinkedIn