Στο 28ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης Θεατρογραφίες δημοσιεύεται η συνέντευξη που πήρε η Νάταλι Μηνιώτη, διδάκτωρ Θεατρολογίας, από τη Λένα Κιτσοπούλου*.
[ακολουθεί απόσπασμα]
* Η Λένα Κιτσοπούλου ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης. Το 2006 βραβεύτηκε από το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για τη συλλογή διηγημάτων της Νυχτερίδες. Έκτοτε σκηνοθετεί και γράφει για το θέατρο, ενώ έχουν εκδοθεί άλλες δύο συλλογές διηγημάτων της: Μεγάλοι Δρόμοι και Το μάτι του ψαριού από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με το Φεστιβάλ Αθηνών, το Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, το θέατρο Τέχνης, ενώ έργα της έχουν μεταφραστεί και βραβευτεί στο εξωτερικό όπου και η ίδια έχει σκηνοθετήσει και εξακολουθει να παρουσιάζει τη δουλειά της. Συνεργάστηκε με την gallery Breeder, όπου έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση ζωγραφικής και γλυπτων με τον τίτλο BetweenmyLegs. Τραγουδάει λαϊκά και ρεμπέτικα.
Και πάνω που νομίσαμε ότι σκάνδαλα στην Επίδαυρο πια δεν υπάρχουν, ήρθε η Κιτσοπούλου, με μια αριστοφανική κωμωδία. Από τότε, από τους Όρνιθες του Κουν το 1959 στο Ηρώδειο, έχουμε να δούμε τέτοιο σκάνδαλο σε αριστοφανική κωμωδία νομίζω. Σκέφτηκες αυτή την εκλεκτή συγγένεια, εσύ ένα παιδί του Τέχνης, όσο δούλευες τους Σφήκες;
Όχι δεν τον είχα σκεφτεί τότε. Μετά το συνειδητοποίησα, όταν γράφτηκε στις κριτικές. Ούτε φυσικά κάναμε πρόβες με τη σκέψη να προκαλέσουμε κάποιο σκάνδαλο.
Ωστόσο τα κατάφερες κι εσύ μέσα από τον Αριστοφάνη…
Ναι έγινε, δεν ξέρω πώς‧ σίγουρα δεν είχα καμία πρόθεση να προκαλέσω κάποιον άλλον πέραν του εαυτού μου. Εγώ από τη στιγμή που διάβασα το έργο είδα ότι αυτός ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την επικαιρότητα της εποχής του‧ ξεγυμνώνει πρόσωπα της πολιτικής και της κοινωνίας, βρίζει φανερώνοντας κάθε στιγμή το κόκαλο της υποκρισίας, κάνει ακατάπαυστα αστεία και εν τέλει με αυτά τα μέσα δημιουργεί μία δίνη ρυθμού, κόβει απότομα το χιούμορ στην παράβαση και γίνεται τραγικός και μελαγχολικός, εισχωρεί με έναν πολύ σύγχρονο τρόπο στην ψύχωση του βασικού του ήρωα, του δικομανή Φιλοκλέωνα και μέσα από κώδικες επιθεωρισιακούς δημιουργεί τελικά ποίηση.
Κάθε του φράση όμως αναφέρεται σε κάτι που εμείς σήμερα δεν αναγνωρίζουμε. Είτε σε πρόσωπα που μας είναι άγνωστα, είτε σε αστεία που δεν θα μπορούσαμε σήμερα να καταλάβουμε ώστε να γελάσουμε. Το να παιχτεί λοιπόν το έργο έτσι όπως είναι γραμμένο, δεν θα είχε νόημα. Κατάλαβα, από πολύ νωρίς, ότι έπρεπε στην περίπτωση των Σφηκών να μεταφέρω όλο το κείμενο στο δικό μας σήμερα. Έπρεπε να βρω το θάρρος να πω «Παιδιά, μπορεί κι εγώ να ’μια ένας μικρός Αριστοφάνης της εποχής μου».
Η φωτογραφία παραχωρήθηκε ευγενικά από το Εθνικό θέατρο.
photo credit Χρήστος Συμεωνίδης