Αγαπημένα

Η ώρα της σιωπής | με αφορμή τη Μήδεια του Φραντς Γκριλπάρτσερ

Το άρθρο έγραψε ο Τάκης Λάγιος, νομικός, συγγραφέας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

Ζούμε σ’ έναν κόσμο θορυβώδη. Ο λόγος έχει χάσει το νόημά του. Οι ήχοι δεν είναι διακριτοί. Το πηδάλιο της έλλογης σκέψης έχει κολλήσει από τη γλουτένη της επιφανειακής καλοπέρασης και στρέφει δύσκολα αγνοώντας τις εντολές του πηδαλιούχου ενός πλοίου που πλέει χωρίς πυξίδα. Η μουσική έγινε βόμβος και κρότος, η φωνή της συνείδησης σκεπάζεται από τη φωνασκία της σκοπιμότητας.

Το παν αποσυντίθεται από την επαφή του με την πραγματικότητα, όπως ένα σκήνωμα κονιορτοποιείται μόλις απομακρυνθεί από το κενό αέρα που το προφύλασσε από το βέβηλο άγγιγμα της κοσμικής συνάφειας. Οι πολιτικοί ρήτορες αερολογούν για να δικαιολογήσουν την προδοσία τους στην Ακεραιότητα και να εξευμενίσουν τη Νέμεση για την επιορκία τους απέναντι ακόμα και σ’ αυτά τα κολοβά Συντάγματα που υποσχέθηκαν ότι θα σέβονται. Η μνήμη λέγεται πια προγονοπληξία και ο σεβασμός υποκρισία. Η αγένεια, το θράσος και η κενολογία λέγονται ελευθερία της έκφρασης, η συμπόνια λαϊκισμός και η γενοκτονία αυτοάμυνα. Αρχηγοί συμμοριών ή φερέφωνα αρχηγών συμμοριών, αλλοπρόσαλλοι υποκριτές εξαρτημένοι από ουσίες και άθλιοι καιροσκόποι γίνονται κυβερνήτες αποτυχημένων κρατών. Η κοινωνία του ανταγωνισμού, των επιδόσεων, της διαρκούς ανάπτυξης καταρρέει με τριγμούς και τρομακτικούς θορύβους εξαιτίας της αυτοκαταστροφικής συλλογικής κατάθλιψης που τη στρέφει ενάντια στον εαυτό της.

Ο «εξόριστος ποιητής» δεν θα δει ποτέ τα όνειρα να παίρνουνε εκδίκηση, όχι γιατί οι αγώνες των ανθρώπων που ονειρεύονταν απέτυχαν, αλλά γιατί οι άνθρωποι πια ούτε αγωνίζονται ούτε ονειρεύονται. Μόνο κοιμούνται και δουλεύουν, κοιμούνται και ξεδίνουν χυδαιότροπα, κοιμούνται και σμίγουν χωρίς να ερωτεύονται, κοιμούνται και ζουν μισώντας τη ζωή των άλλων και τη ζωή τη δική τους. Και τι απομένει το λοιπόν σε όλους όσοι αισθάνονται εξόριστοι σ’ αυτόν τον κόσμο; Θα έλεγα, μόνο η Σιωπή. Η σιωπή της βαθιάς κατανόησης της αυταπάτης ενός κόσμου που καμώνεται ότι είναι πολιτισμένος, ότι ξέρει πού πάει και κατέχει ποια είναι η σωστή πλευρά της Ιστορίας. Η σιωπή της βαθιάς κατανόησης ότι ο κόσμος αυτός δεν έχει μέλλον.

Και ο λόγος που δεν έχει μέλλον είναι ότι, συνηθίσαμε την αδικία, συμβιβαστήκαμε με αυτήν, την αποδεχθήκαμε όχι ως μίασμα που αρρωσταίνει το σύνολο της κοινωνίας μας αλλά ως την αδιαφιλονίκητη δύναμη που κινεί τον κόσμο, ως το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της επιτυχίας. Κι έτσι υποκείμεθα αναγκαστικά σε μια αφύσικη δικαιοσύνη που έχει απεκδυθεί τον επανορθωτικό της ρόλο και είναι προστατευτική για τους ισχυρούς και τιμωρητική για τους αδύναμους. Και μέσα στη σιωπή μας, τη σιωπή αυτών που βλέπουν τον συνετό λόγο να σκεπάζεται από τις κραυγές θριάμβου και τα ειρωνικά γέλια των «επιτυχημένων», ας κρατήσουμε νοερά ο ένας το χέρι του άλλου σχηματίζοντας μια αλυσίδα ανθρώπων σε περισυλλογή, αναμένοντας με συγκατάβαση αυτό που ξέρουμε ότι είναι αναπόδραστο.

Στον επίλογο του θεατρικού έργου Μήδεια του Φραντς Γκριλπάρτσερ (μια μεταγραφή της μεγαλειώδους ομότιτλης τραγωδίας του Ευριπίδη), η Μήδεια, φιγούρα μιας άλλης πολύ παλιάς εποχής, πριν φύγει για την εξορία προδομένη και απογοητευμένη από τις ψευδαισθήσεις με τις οποίες την είχε κοιμίσει ο «πολιτισμένος» σύντροφός της, ξυπνάει έχοντας χάσει τα πάντα, ακόμα και τα παιδιά της, που τα πήραν μέσα από την αγκαλιά της, και ολοκληρώνει το φρικτό έργο της απόγνωσης. Είναι η φοβερή στιγμή που «η Μήδεια βγαίνει από το περιστύλιο κρατώντας με το αριστερό χέρι ένα μαχαίρι, ενώ με το δεξί της σηκωμένο προστάζει σιωπή»1.

Από τότε που οι κοινωνίες της κοινοκτημοσύνης, της αυτοτέλειας και της συμφιλότητας, όπως μας τη διδάσκει η Αντιγόνη, κατέρρευσαν παραδομένες στον Νόμο της Πυγμής, ξεκίνησε και η περιπλάνησή τους στον αδιέξοδο κόσμο της «Αρπαγής», μια περιπλάνηση που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και στις μέρες μας.

Και στον κόσμο της αρπαγής κάποιοι τα παίρνουν όλα. Ποιος νοιάζεται για τον τρόπο που τα απέκτησαν; Κάποιοι τα χάνουν όλα. Ποιος νοιάζεται για τον τρόπο που τα έχασαν; Οι συνέπειες της ανεξιλέωτης μακρόχρονης Υβρεως έχουν ήδη απλώσει τα μαύρα πέπλα τους, οι πράξεις της απόγνωσης κοντοζυγώνουν. Το αναπότρεπτο δικαιώνεται. Σιωπή.

Facebook
X
LinkedIn