Πότε σταμάτησε να είναι ευτυχισμένη; Δε θυμόταν πια. Πότε άρχισε να είναι δυστυχισμένη; Μα ήταν;
Ήταν τριάντα πέντε χρόνων. Ήταν παντρεμένη. Ήταν μητέρα. Ήταν όμορφη. Ήταν ευκατάστατη. Αλάνθαστα συστατικά ευτυχίας και επιτυχίας. Εκείνος ήταν σαράντα χρόνων. Ευπαρουσίαστος. Καλός οικογενειάρχης. Πιστός σύζυγος. Δεν ξεχνούσε ποτέ επέτειο ή γενέθλια. Ίσως χάρη στην καλά ενημερωμένη ατζέντα του και την καλά οργανωμένη γραμματέα του. Τάξη και οργάνωση.
Οργάνωση και τάξη. Τα κλειδιά της ζωής τους. Όλα οργανωμένα και προγραμματισμένα καλά. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μια ζωή που έμοιαζε να έχει βγει από το πρόγραμμα κάποιου πληκτικού ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Άραγε η έλλειψη γέλιου και η ρουτίνα σ’ ένα γάμο είναι αιτία διαζυγίου; Και τι θα γίνει όταν το γέλιο έρθει στη ζωή εκείνης… από το παράθυρο; (Του διπλανού σπιτιού συγκεκριμένα…) Τι θα γίνει όταν θα χρειαστεί να διαλέξει ανάμεσα στο γέλιο και στη συνήθεια; Ανάμεσα στη ζωή που ξέρει μόνο το σήμερα, την ανεμελιά που δε θέλει να ξέρει το αύριο και τη ζωή που έχει προγραμματίσει μέχρι και τις διακοπές του επόμενου χρόνου; Κι ακόμα ανάμεσα σ’ έναν τρελό έρωτα, καινούργιο, γεμάτο γοητεία και προκλήσεις, σε αντίθεση μ’ έναν παλιό που δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον να προτείνει;
Τα ονόματα τους; Δεν έχουν σημασία… Γι’ αυτό δεν αναφέρονται πουθενά στο βιβλίο. Το ζευγάρι και όσοι είναι γύρω τους θα μπορούσε να είναι ο καθένας. Ας δώσει λοιπόν ο αναγνώστης όποιο όνομα θέλει στους ήρωες αυτής της ιστορίας κι ας ζήσει για λίγο τη ζωή τους. Ίσως παρέα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ στη χόβολη.