O ταλαντούχος και αμφιλεγόμενος Μαροκινός συγγραφέας και σκηνοθέτης Nabyl Lahlou μιλάει στο fractal και στη Γεωργία Χάρδα για το θεατρικό του έργο με τίτλο Η Οφηλία δεν πέθανε που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη σε μετάφραση της Μαρίας Λάζου-Πορτολομαίου και επιμέλεια του Γιάννη Θηβαίου.
Το έργο, αν και γραμμένο τη δεκαετία του 1960, παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο. Οι ήρωες του, ο Άμλετ και ο Μάκβεθ παραλύουν το κορμί τους για να μη τους δημιουργήσει κανένα κακό η συνείδησή τους όμως η πνευματική τους διαύγεια και η διεισδυτική σκέψη τους αποτυπώνονται μέσα από έξυπνους διαλόγους, οι οποίοι αποκαλύπτουν την εσωτερική τους πάλη.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την παράλυση των ηρώων του και ως έναν συμβολικό καθρέφτη της προσωπικής του εμπειρίας μετά το σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που υπέστη τον Μάρτιο του 1979. Η παράλυση του Άμλετ και του Μάκβεθ γίνεται μια αντανάκλαση της δικής του σωματικής και ψυχικής κατάστασης, ενώ παράλληλα η εμπειρία αυτή τον οδήγησε να εμβαθύνει σε ζητήματα όπως ο πόνος, η απομόνωση, η αναγέννηση και η προσωπική αντοχή.
Ο Lahlou, που έμαθε να εκφράζεται σε ένα περιβάλλον όπου το θέατρο και η καλλιτεχνική έκφραση είναι περιορισμένες δημιουργεί ένα έργο με σύγχρονες προκλήσεις μετατρέποντας τους δυο σαιξπηρικούς χαρακτήρες σε ισχυρές φωνές αντίστασης.
Τι σας κέντρισε για να γράψετε το θεατρικό έργο «Η Οφηλία δεν πέθανε;»
Αυτό που με επηρέασε βαθιά ήταν η απόλυτη έλλειψη ουσιαστικής θεατρικής παιδείας σε κρατικό επίπεδο και η παντελής απουσία καθημερινής ή τουλάχιστον μηνιαίας θεατρικής δραστηριότητας. Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το1956, τη χρονιά της Ανεξαρτησίας μας, για να δούμε το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στο Μαρόκο από δυο νεαρούς Γάλλους. Η πρώτη θεατρική ομάδα στη Ραμπάτ δημιουργήθηκε χάρη σε αυτούς τους δύο νεαρούς, οι οποίοι γρήγορα κατάλαβαν και αναγνώρισαν τον υπερ-συντηρητισμό με τον οποίο ήταν εμποτισμένοι οι Μαροκινοί. Έτσι ενθάρρυναν τους πιο ταλαντούχους από τους φοιτητές- ηθοποιούς να προσαρμόσουν στη μαροκινή αραβική γλώσσα, ορισμένα έργα του Μολιέρου, των οποίων τα θέματα θα ταίριαζαν στο γούστο του μαροκινού κοινού. Έτσι, η «τζελάμπα» και το «καφτάνι» αντικατέστησαν τις στολές της εποχής του Μολιέρου. «Ο Φιλάργυρος» και «Οι κατεργαριές του Σκαπέν» έγιναν: «Lhaj »και« Joha». Το Μαρόκο απέκτησε το πρώτο μεγάλο και πραγματικό θέατρό το 1961 αλλά αυτό το όμορφο θέατρο με περισσότερες από 1700 θέσεις, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο από Γάλλους αρχιτέκτονες δεν φιλοξένησε μαροκινά έργα. Άνοιξε τις πύλες του για να επιτρέψει στους Γάλλους, που παρέμειναν στο Μαρόκο μετά την Ανεξαρτησία καθώς και στην ανώτερη αστική τάξη των Μαροκινών και γαλλόφωνων, να έρθουν στο θέατρο «Mohammed V National Theater» προκειμένου να χειροκροτήσουν ορισμένα έργα του Μολιέρου, που παρουσιάζονταν από τον εθνικό θίασο της Γαλλίας, ή πιο κωμικά… Ήταν εκείνη η περίοδος της ζωής μου που ένιωθα ξένος στην ίδια μου τη χώρα και τα θέματα που προβάλλονται μέσα από το συγκεκριμένο θεατρικό έργο είχαν κατακτήσει πολύ πριν ,την καρδιά και την ψυχή μου.
Διάβασα ότι εκείνη την περίοδο αναρρώνατε μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα… Πόσο σας επηρέασε;
Τον Μάρτιο του 1979, είχα ένα τρομακτικό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ήταν ένα βροχερό απόγευμα που με άφησε για αρκετούς μήνες στο κρεβάτι και φυσικά συνέβαλε στη συγγραφή της «Οφηλίας». Θυμάμαι ακόμη το σοκ: Έβλεπα μια Μερσέντες να έρχεται κατά πάνω μου ενώ προσπερνούσα χαλαρά ένα φορτηγό….Φώναξα: «Ανάθεμα, πεθαίνω». Μετά… το απόλυτο σκοτάδι. Όλοι, συγκεντρώθηκαν σαν σαρδέλες γύρω από το αυτοκίνητό μου: «Είναι νεκρός.. Έλεγαν.. Ο καημένος, πέθανε». Σε μια κατάσταση που δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε είπα στον εαυτό μου: «Είμαι νεκρός». Από τύχη ή από θαύμα, ξύπνησα σε ένα νοσοκομείο, ήμουν καλά εκτός από το αριστερό μου πόδι που ήταν σε γύψο όσο ήμουν σε κώμα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα τον αδελφό μου να μού χαμογελά. Αργότερα μου εξήγησε ότι ήταν στο δρόμο για τη Ραμπάτ όταν είδε κόσμο συγκεντρωμένο γύρω από το αυτοκίνητο μου. Εκείνος με πήγε στο νοσοκομείο. Έπρεπε να περπατώ με πατερίτσες για αρκετούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να επιστρέψω στη σκηνή και να παίξω. Έτσι γεννήθηκε ο τίτλος στο μυαλό μου: «Η Οφηλία δεν πέθανε». Σκέφτηκα, πρώτα απ’ όλα, εμένα να παίζω, μόνος, στη σκηνή, καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Στη συνέχεια, μου ήρθε η ιδέα να βάλω δύο ηθοποιούς να υποδύονται τους παράλυτους, τον «Άμλετ» και τον «Μάκβεθ» και να συνομιλούν μεταξύ τους.
Γιατί επιλέξατε ο «Άμλετ» και ο «Μάκβεθ» να είναι πρωταγωνιστές στο έργο σας;
Κατά τη διάρκεια μια συνάντησης που οργανώθηκε στην πατρίδα μου, στη Φεζ, με αφορμή τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών ήμουν μαγεμένος από τα λόγια του Mehdi Benbarka που απευθύνθηκε στο πλήθος λέγοντας: «Μόνο μπροστά στον Αλλάχ γονατίζουμε». Ενώ τον άκουγα μου ήρθε η ιδέα να σκηνοθετήσω τον «Ιούλιο Καίσαρα» για να καταγγείλω τους δικτάτορες. Έτσι, ο «Ιούλιος Καίσαρας» ήταν η πρώτη μου παραγωγή ως ηθοποιός και ερασιτέχνης σκηνοθέτης. Έδωσα τον τίτλο «Έγκλημα στο Κοινοβούλιο» και αποφασίσαμε να μην το παρουσιάσουμε στο κοινό γιατί φοβόμασταν. Τον επόμενο χρόνο, έφυγα από τη Φεζ για το Παρίσι με την ελπίδα να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός. Το πολιτικό ερέθισμα που με κυρίευσε το 1962 μου το εμφύσησε η ομιλία του Benbarka. Στις 29 Οκτωβρίου το 1965, όταν ζούσα στο Παρίσι, ο Benbarka απήχθη και δολοφονήθηκε την επόμενη μέρα από τον στρατηγό Oufkir που και εκείνος σκοτώθηκε αφού απέτυχε στο δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του βασιλιά Hassan II’, στις 16 Αυγούστου 1972. Στο έργο μου μιλώ καθαρά και ξάστερα για την απαγωγή και δολοφονία του Mehdi Benbarka. Όλα αυτά τα σιχαμένα γεγονότα, μου επέτρεψαν να θίξω τα ερωτήματα που θέτω στην «Οφηλία» βάζοντας στην σκηνή αυτές τις δυο θεατρικές φιγούρες.
-TΙ υποδηλώνει η παράλυση του «Άμλετ» και του «Μάκβεθ»;
Μας ενδιέφερε η πολυαναμενόνη επανάσταση, την περιμέναμε και ελπίζαμε όπως ο Άμλετ και ο Μάκβεθ στο θεατρικό έργο αν και εκείνοι δεν μπορούσαν να υποκινήσουν μια επανάσταση ή να πάρουν μέρος σε αυτήν. Στην «Οφηλία» όμως οι δυο σαιξπηρικοί χαρακτήρες είναι εντελώς διαφορετικοί, ακόμα κι αν τα όνειρα και οι επιθυμίες τους αλληλοεπιδρούν. Αν, σήμερα, το έργο μου «Η Οφηλία δεν πέθανε» ανέβαινε με τον τίτλο: «Η Επανάσταση δεν πέθανε», οι άνθρωποι θα θεωρούσαν ότι είναι διαφήμιση ή ένα διαφημιστικό σλόγκαν. Από την άλλη πλευρά, αν είχε παρουσιαστεί το 1970 με τον ίδιο τίτλο πιθανόν να μην απαντούσα τώρα στις ερωτήσεις σας. Εκείνη την εποχή η λογοκρισία ήταν παντού, οπότε έπρεπε να κάνω τη δική μου αυτολογοκρισία για να μεταφέρω ό,τι θα ήταν αποδεκτό από την αστυνομία και ανεκτό για το καθεστώς. Το 1970 και το 1971, δύο από τα έργα μου («Οι Χελώνες» και «Η Μεγάλη Κερκίδα»), που γράφτηκαν και παίχτηκαν στα αραβικά, απαγορεύτηκαν από την πρώτη τους κιόλας παρουσίαση. Τα δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα που σχεδόν θα ήταν η ταφόπλακα της μοναρχίας πραγματοποιήθηκαν στις 10 Ιουλίου 1971 και έναν χρόνο αργότερα. Πίστευα ότι κι εμείς θα είχαμε τη δική μας Δημοκρατία. Σίγουρα θα ήταν η Δημοκρατία των συνταγματαρχών, των μαχητών και των μισθοφόρων, καθώς αυτοί οι πραξικοπηματίες έκαναν πόλεμο στο όνομα της Γαλλίας κατά των Ναζί και στην Ινδοκίνα κατά των Βιετναμέζων επαναστατών. Μετά τα δύο πραξικοπήματα κυριάρχησε ο φόβος στο μυαλό των ανθρώπων, παραλύοντας και απαγορεύοντας όλες τις μορφές της ελευθερίας της έκφρασης. Ανέβασα την Οφηλία στα γαλλικά το 1970 ενώ στα αραβικά ο 2013.
Πώς το έργο σας εξερευνά την κρίση του «ανήκειν» και την ταυτότητα σε ένα μετααποικιακό πλαίσιο;
Ο Άμλετ αντιπροσωπεύει τον πειθήνιο, αυτόν που συμβιβάζεται, ακόμη και τον δειλό, δεδομένου ότι ολόκληρο το έργο είναι πάνω απ’ όλα ένας ύμνος και μια τιμή στους ηθοποιούς που δεν μπορούν να εκφραστούν στις χώρες τους. Με απλά λόγια, ο Άμλετ και ο Μάκβεθ είναι μόνο ένας χαρακτήρας με δύο πλευρές. Πιστεύω ότι αυτή η αμφισημία κρύβεται σε κάθε άνθρωπο. Ο Άμλετ και ο Μάκβεθ βρίσκονται μέσα μου σε συνεχή σύγκρουση.
Ο Άμλετ λέει «Παραλύω το κορμί μου για να μη μου δημιουργήσει κανένα κακό η συνείδησή μου». Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι αυτή η φράση στην κοινωνία του 21ου αιώνα;
Κι ο Μάκβεθ απαντά: «Παραλύω το κορμί μου, ξέροντας καλά πως όταν το κορμί μου είναι εκούσια παράλυτο θα μπορέσει να κάνει κι άλλα κορμιά να παραλύσουν- γιατί αυτά τα κορμιά είναι εκείνα που το καταδικάζουν στην παραλυσία». Αυτή η συζήτηση διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας σκάκι. Στο σκάκι, ο παίκτης που κερδίζει είναι αυτός που κάνει ματ. Το κέντρο είναι ο βασιλιάς, στο θεατρικό έργο ο βασιλιάς μπορεί να είναι αυτός που κυβερνά και διοικεί τη χώρα, στην προκειμένη περίπτωση ο Hassan II’. Έτσι, ακόμη και μπροστά στο πιόνι του βασιλιά, οι δύο χαρακτήρες μας κάνουν να νιώσουμε τη σκιά της λογοκρισίας όπως φαίνεται στη σκηνή όπου ο Άμλετ κάνει συνέντευξη στον Μάκβεθ. Επίσης, μπροστά στην βαναυσότητα των Ισραηλινών στρατιωτών που συνεχίζουν να σκοτώνουν και να εξοντώνουν παλαιστίνιες γυναίκες και ηλικιωμένους όπως παρατηρούμε εδώ κι ένα χρόνο, σφαγές ευλογημένες από την ανατριχιαστική προστασία των Αμερικανών υποκριτών, οι Άραβες ηγέτες θα μπορούσαν, παραφράζοντας τον Άμλετ, να λένε: «Διατηρώ τον στρατό μου άθικτο, στα στρατόπεδα, ώστε να μην προσελκύσω την οργή των δολοφόνων του Νετανιάχου ή να με ανατρέψει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα».
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η χώρα σας;
Εκτός απ’ όσα ανέφερα, πιστεύω ότι ο φόβος παραλύει τους Μαροκινούς και τους εμποδίζει να προχωρήσουν. Η αλληλεγγύη είναι μόνο επιφανειακή και η υποκρισία είναι παντού. Περίπου τριάντα χρόνια πριν, απεικόνισα τη χώρα μου ως το «βασίλειο της αδράνειας», όπου οι απατεώνες είναι βασιλιάδες.
Είστε ένας από τους πιο επιδραστικούς θεατρικούς και κινηματογραφικούς σκηνοθέτες στο Μαρόκο. Πώς βλέπετε το θέατρο και τον κινηματογράφο σήμερα σε σύγκριση με την εποχή που ξεκινήσατε;
Από το 1978 έως το 2011, έγραψα, έκανα την παραγωγή και σκηνοθέτησα εννέα ταινίες μεγάλου μήκους με πενιχρούς προϋπολογισμούς. Προσωπικά, θεωρώ τις εννέα ταινίες μου απλές προτάσεις με γοητεία και βάθος. Σε μια ανοιχτή επιστολή στον κ. Φράνσις Φορντ Κόπολα το 2007, τιμώμενο καλεσμένο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μαρακές, του είπα: «Είστε ένας μεγάλος Αμερικανός κινηματογραφιστής, γνωστός παγκοσμίως. Η διαφορά ανάμεσα σε εσάς κι εμένα είναι ότι εσείς, αν ζητούσατε διακόσια μαχητικά αεροπλάνα και χιλιάδες τανκς για τις ανάγκες της ταινίας σας θα τα είχατε αμέσως. Όσον αφορά εμένα, ως έναν λιγότερο γνωστό Μαροκινό δημιουργό, όταν σκέφτομαι τη διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου μου, αισθάνομαι ότι πρέπει να «μετράω τις λέξεις μου» ή ακόμα και να αυτολογοκρίνομαι.