Καμπύσης Γιάννης

640px-Missing_avatar.svg

Γιάννης Καμπύσης (1872 – 1901). Ο Γιάννης Καμπύσης γεννήθηκε στην Κορώνη, γιος του αγιογράφου Αναστάσιου Καμβύση και της Καλλιόπης Τριγγέτα, που ήταν μορφωμένη και καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Κορώνης. Στη γενέτειρά του τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο και το Σχολαρχείο και στη συνέχεια έφυγε στην Καλαμάτα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του (1884-1888), ήρθε σε επαφή με την ανθηρή οικονομική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της πόλης και πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις μέσω του Ιωάννη Χ. Αποστολάκη. Το 1888 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου (1888-1894), δεν άσκησε όμως τη δικηγορία και αναγκάστηκε να εργαστεί για τρία χρόνια ως υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, δουλειά που του προξενούσε πλήξη και απογοήτευση. Το 1898 παραιτήθηκε και έφυγε στη Γερμανία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Προβλήματα υγείας τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τα σχέδιά του για συμβολή στην πνευματική αναγέννηση της πατρίδας του ανέκοψε ο πρόωρος θάνατός του· ασθενική κράση από τα παιδικά του χρόνια, ο Γιάννης Καμπύσης πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση, σε ηλικία εικοσιεννέα μόλις χρόνων. Ο Γιάννης Καμπύσης αποτελεί μια ιδιόμορφη προσωπικότητα στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της λογοτεχνικής και κριτικής του φυσιογνωμίας συνέβαλαν καταρχήν η εύπορη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και η αδύναμη υγεία του – που τον οδήγησαν σε μια μερική απώλεια της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην ιδανιστική αντιμετώπιση του κόσμου, σε σημείο που οδηγήθηκε σε μια αντίληψη του εαυτού του ως σωτήρα από τη θέση του προνομιούχου και αριστοκράτη -, καθώς επίσης οι πολιτικές και πνευματικές εξελίξεις του τέλους του προηγούμενου αιώνα στη χώρα μας. Ασπάστηκε την ηθογραφική τάση του Νικολάου Πολίτη, εμπλουτίζοντας τα ηθογραφικά του πεζογραφήματα με στοιχεία κοινωνικής κριτικής, υιοθέτησε τη δημοτικιστική έκφραση, τηρώντας όμως μετριοπαθή στάση έναντι των ακρέων θέσεων του Ψυχάρη, ενώ συντηρητικά αντιμετώπισε επίσης την έξαρση του εθνικιστικού ρομαντισμού του τέλους του αιώνα που οδήγησε στη μοιραία ήττα της χώρας μας το 1897. Ο χρόνος παραμονής του στη Γερμανία (10/1898 – 7/1899) συνέβαλε αποφασιστικά στη μετέπειτα ζωή και κοσμοθεωρία του Καμπύση· στη θέαση ενός τελείως διαφορετικού πνευματικού και ιδεολογικού κόσμου, τον οποίο ασπάστηκε ως ανώτερο από τον ελληνικό, ο Καμπύσης αποφάσισε να μεταφυτεύσει τα γερμανικά ιδεώδη στον ελληνικό χώρο για να βοηθήσει στο ξεπέρασμα του κοινωνικού και ιδεολογικού αδιεξόδου του. Στη Γερμανία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα και τη φιλοσοφία του Νίτσε, αλλά και με το έργο συγγραφέων όπως ο Ίψεν, ο Χάουπτμαν και ο Στρίντμπεργκ. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα η μεσσιανική του αντίληψη για τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη είχε πια κατασταλάξει, δεν πρόλαβε ωστόσο να ολολκληρωθεί, όπως ανολοκλήρωτη έμεινε και η λογοτεχνική του πορεία, που παρέμεινε στην πρώτη φάση της, χωρίς να προλάβει να αφομοιώσει τις θεωρητικές του κατακτήσεις σε δημιουργικό λόγο. Η μεγαλύτερη συμβολή του στην ελληνική πνευματική ζωή εντοπίζεται στην κριτική του δραστηριότητα, κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με έντυπα όπως η Νέα Εστία, η Φιλολογική Ηχώ (Κωνσταντινούπολης), η Τέχνη (της οποίας υπήρξε συνιδρυτής με τον Κώστα Χατζόπουλο και τον Ιωάννη Γρυπάρη), ο Διόνυσος και Το περιοδικόν μας. Στο χώρο της λογοτεχνίας ο Καμπύσης υπήρξε περισσότερος νεωτερικός παρά δραστικός. Πρωτοεμφανίστηκε το 1895 με τη δημοσίευση του ηθογραφικού κατά βάσιν διηγήματος Παουλίνα – Παουλίνα στην εφημερίδα της Καλαμάτας Καλαματιανή, με το οποίο εγκαινίασε την πρώιμη φάση της δημιουργίας του (ως το 1896), στην οποία κυριαρχούν τα πεζογραφήματα και τα κριτικά άρθρα. Από το 1896 και ως το 1898 στράφηκε στο θέατρο, που υπήρξε η μεγάλη αγάπη του και ολοκλήρωσε δράματα, όπως Η μις Άννα Κουξλεϋ και Οι Κούρδοι. Τα δύο επόμενα χρόνια στράφηκε στην ποίηση και τη λογοτεχνική μετάφραση. Σημειώνουμε ενδεικτικά την επηρεασμένη από το ρεύμα του συμβολισμού ποιητική συλλογή του Το βιβλίο των συντριμμιών (1900) και τις μεταφράσεις του έργων όπως η Δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ και ο Κατακτητής του Κνουτ Χάμσουν. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου της ζωής του επέστρεψε στο χώρο του θεάτρου και εισηγήθηκε την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με την εισαγωγή στοιχείων που παραπέμπουν στα καλλιτεχνικά ρεύματα του νατουραλισμού και του συμβολισμού, και στα έργα των Ίψεν, Στρίντμπεργκ και άλλων πρωτοπόρων ευρωπαίων δημιουργών, στοιχεία τα οποία αν και δεν ευδοκίμησαν ιδιαίτερα στο έργο του ίδιου του Καμπύση, γονιμοποίησαν ωστόσο τις μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο του νεοελληνικού θεάτρου. Τον ίδιο ρόλο διαδραμάτισε και το πεζογραφικό και ποιητικό έργο του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Καμπύση βλ. Βαλέτας Γ., «Καμπύσης Γιάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γραμματάς Θόδωρος, Το θεατρικό έργο του Γιάννη Καμπύση. Γιάννενα, έκδοση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1984 (Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Δωδώνη, αρ.20), Γραμματάς Θόδωρος, «Καμπύσης Γιάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κασίνης Κ.Γ., «Γιάννης Καμπύσης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ’ (1900-1914), σ.110-131. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, και Μερακλής Μ.Γ., «Γιάννης Καμπύσης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.386-388. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βιβλία