Το “Φως του Κόσμου”,παλιό βιβλίο μεταφρασμένο από τον ποιητή Άρη Δικταίο για τις εκδόσεις Δωδώνη,το διάβασα με αφορμή μια συζήτηση στο facebook-ορίστε οι περιπτώσεις που είναι χρήσιμο το κατινοδρόμιο-περί του νομπελίστα Ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Λάξνες.
Τυπικά δεν ήταν δύσκολο σε λίγες μόνον μέρες να ολοκληρωθεί αυτή η ανάγνωση.Το κείμενο είναι πυκνό,μεστό,αιχμηρό,ευφυές και επιπλέον το θέμα αυτό καθαυτό ενδιαφέρον.Όμως τα σκοτεινά πραγμένα,θλιβερά και μισάνθρωπα αποκυήματα απελπισίας και ένδειας της κοινωνίας στην οποία ο Λάξνες αριστοτεχνικά εστιάζει,της χώρας του-με τον χαμηλών τόνων πλην δηκτικότατο τρόπο που το κάνει-μεταφέροντας και εκπλήσσοντας τον αναγνώστη στην πάμπτωχη,πεινασμένη αγροτική Ισλανδία των αρχών του εικοστού αιώνα προκαλούν αμηχανία και στον πιο μυημένο .Την δική μου την ομολογώ .
Αρχικά υπέθεσα ότι οφειλόταν ως ένα βαθμό στην παλαιϊκή (και τόσο ελκυστική μαζί) μετάφραση αλλά όχι,δεν ήταν αυτή η αιτία.Την ποιητικότατη δημοτική γλώσσα του Δικταίου την συνηθίζεις γρήγορα και ίσως από άποψη αισθητικής την απολαμβάνεις˙η αναζήτηση του μη οικείου και μαζί αλληγορικού δια ταύτα είναι που δεν ευοδώνεται όσο και να πας πέρα από την πρώτη ανάγνωση προς κάποια νοήματα από τα πολλά που μοιάζουν ταμπουρωμένα πίσω από όμορφες λέξεις.
Χρειάζεται χρόνος για να κατανοηθεί και να εξηγηθεί ιστορικά ό,τι σκληρό κι αδιανόητο για τα δικά σου δεδομένα διαβάζεις ότι συνέβαινε σε ένα παιδί στην πολύ τραχιά ζωή του στο μακρινό νησί,πριν αυτό γίνει ό,τι ξέρεις ως σημερινή Ισλανδία,στην σημερινή Ευρώπη.Όποιος πίστευε ότι η Δύση από την μια ως την άλλη άκρη ήταν πάντα η αψεγάδιαστη αριστοκράτισσα του ανθρώπινου πολιτισμού έχει λαθέψει οικτρά.Το μυθιστόρημα του Λάξνες καταμαρτυρά -κι αυτό-άλλα πράγματα.
Καταγράφει μια φτώχεια χωρίς όρια σαν την θεωρούμενη σήμερα τριτοκοσμικού τύπου και μια διαταξική αδικία που θυμίζει μετριοπαθώς τσαρική Ρωσία,ανισότητα,εκμετάλλευση, αμορφωσιά -όχι απαραιτήτως αναλφαβητισμό-και λαμογιά,βρώμα και δεισιδαιμονία,θρησκοληψία,μεγάλο κοινωνικό στιγματισμό κι άλλα πολλά και όζοντα που μνημονεύονται σαν καθημερινότητα (και) της Ισλανδίας των αρχών του εικοστού αιώνα,υπό την Δανική και δευτερευόντως Βρετανική και Σκανδιναβική της επιρροή ευρισκόμενη και ποιο είναι το κωμικοτραγικόν του πράγματος; Ότι όλα όσα διαβάζουμε είναι πανομοιότυπα με την υποτιθέμενη οπισθοδρόμηση χρόνων και καιρών της μονίμως δαχτυλοδεικτούμενης καθ΄ημάς ανατολής!
Κάθε Πάσχα πλένονταν κι άλλαζαν βρακί όχι, όπως λέγεται και αληθεύει,οι κατακτημένοι από ποικίλους Βαλκάνιοι αλλά και οι Ισλανδοί του Λάξνες κι αν πάρουμε σοβαρά υπόψη κι άλλες εθνικές λογοτεχνίες και τι έχει καταγραφεί δεν είναι να καμαρώνουμε για το ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο στις διάφορες παραλλαγές του ως το 1960 -μην πω και ΄70- τουλάχιστον.
(Μετά τους παγκόσμιους πολέμους το σκηνικό άλλαζε λίγο λίγο και ο καπιταλισμός εξ ανάγκης ενδύθηκε το καλό του κουστουμάκι-την συναίνεση και την δια των ψίχουλων δημιουργία βολικής γι αυτόν “ευμάρειας” των λαών της Ευρώπης- γιατί χωρίς την συναίνεση και το εφ΄όλης της ύλης καλόπιασμα της μπαϊλντισμένης από ταλαιπωρίες μάζας δεν θα μπορούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα αυτό που ξέρει καλά να κάνει, να συσσωρεύει το χρήμα στις τράπεζές του.
‘Ετσι αφού γίναμε και στην Γηραιά πολιτισμένοι καταναλωτές και μπουκωμένοι πολίτες μπαλώθηκε επιδέξια η πείνα,μάλλον μετακόμισε στην καημένη την Αφρική κι εμείς οι χάνοι ψηφίζουμε τους ελεεινούς που ψηφίζουμε και ονομάσαμε πρόοδο τα μαζικά γιουρούσια στα αυθαίρετα τσιμεντοmall που υψώθηκαν παντού στις πόλεις και ανάπτυξη και πολιτισμό την μη αναστρέψιμη οικολογική καταστροφή στις θάλασσες και τα βουνά,μπράβο μας,πόσο αφελείς πια και μαζί ένοχοι.)

Ο Λάξνες,που το πραγματικό του όνομα είναι Γκούντγιονσον (Halldór Guðjónsson) έγραψε το “Φως του Κόσμου”το 1937-40.Περιγράφει με αδρό τρόπο την σκληρή ζωή του Όλαφουρ Κάραζον ενός δεκάχρονου αγοριού παρατημένου από τους φτωχούς γονείς του,έναν αλκοολικό άντρα και μια γυναίκα που θέλει να πιάσει την καλή και το παιδί της στέκει εμπόδιο και έτσι αυτό δίνεται σε μια οικογένεια,ας την πούμε ανάδοχη,που προκειμένου να το μεγαλώσει παίρνει χρήματα από την κοινότητα-κάτι σαν σημερινή τοπική αυτοδιοίκηση ή κοινωνικό φορέα-της οποίας ο πρόεδρος και κάποιοι ακόμα λειτουργούν περίπου σαν μηχανισμός στοιχειώδους πρόνοιας με κριτήριο και κίνητρο τα λεφτά.
Το παιδί παρά την φιλάσθενη κράση και την ηλικία του δεν το μεταχειρίζονται σπλαγχνικά αλλά σαν έναν από τους πολλούς δουλοποιημένους ανθρώπους (παρατημένους γέρους,ξεπεσμένους άντρες,μη καλοδεχούμενα ή ορφανά παιδιά κά)που εργάζονται στο υποστατικό για ένα κομμάτι ψωμί κι ένα αχυρόστρωμα κάτω από πολύ σκληρές-καιρικές και όχι μόνον-συνθήκες.Παράλληλα όμως κι επειδή ο μικρός,όπως σύντομα φαίνεται, έχει κλίση στα γράμματα η κόρη τής γυναίκας που κάνει κουμάντο στο κτήμα, για δικούς της λόγους και χωρίς κι αυτή να είναι ό,τι καλύτερο, τού μαθαίνει που και που λίγη ανάγνωση και γραφή από εκκλησιαστικά βιβλία μετά την κοπιαστική δουλειά που το παιδί πρέπει να διεκπεραιώσει καθημερινά για να δικαιολογήσει την παρουσία του εκεί.Ο καημένος ο Όλαφουρ αισθάνεται μόνος-και είναι-φοβάται,υποφέρει σωματικά και ψυχικά,πεινάει μονίμως, κρυώνει συνέχεια και το χειρότερο;Καταλαβαίνει την μαύρη αλήθεια,ότι είναι ένας σκλάβος χωρίς κανένα μέλλον μπροστά του.
Ευτυχώς(!) αρρωσταίνει σοβαρά.Ευτυχώς γι αυτόν,διότι έτσι…σώζεται καθώς αχρηστεύεται για τα καλά και γλυτώνει το νεροκουβάλημα των ασήκωτων κουβάδων μέσα στο χιόνι και τον αέρα!Μένει στο κρεβάτι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα,ουσιαστικά τον έχουν ξεγράψει,είναι στο έλεος τής ύστατης,συγκυριακής λύπησης αυτών των ανθρώπων διασωσμένης όπως όπως από την απονιά την οποία παράγει η ίδια η σκληρότητα της αγροτικής ζωής .Έχει όμως χάρισμα ποιητή ο Όλαφουρ κι αυτό κάποια στιγμή, εκεί στο πιθανό του νεκροκρέβατο,εκδηλώνεται επαληθευτικά και για μια ακόμα φορά και δεν θα του βγει σε κακό. Ίσα ίσα..

Τους ποιητές*,αυτοί οι καταπονημένοι Ισλανδοί του Λάξνες τους τιμούν,παρά την δύσκολη ζωή τους σ΄ένα τόπο με τους μισούς και βάλε μήνες του χρόνου να κάνει σφοδρό χειμώνα.
Οι ποιητές συνθέτουν στίχους κατάλληλους και επιθυμητούς σε όλες τις καλές και κακές στιγμές των συμπατριωτών τους,έρωτες,γάμους,κηδείες,επετείους,γιορτές,κι ό,τι άλλο.Αμαξάδες,διευθυντάδες, νοικοκυρές,ονειροπαρμένα κι άδολα κορίτσια κι ένα σωρό άλλοι μπορούν κάλλιστα να είναι ποιητές και θαυματοποιοί κι όσο κι αν τους θεωρούν οι θεοφοβούμενοι-ή που παριστάνουν ότι είναι τέτοιοι-τρελαμένους και άθεους ή κομματάκι θεομπαίχτες,αυτοί τελικά χαίρουν της λαϊκής εκτίμησης. Μερικοί μάλιστα βγάζουν εκτός από τρανό όνομα και χρήματα.
Και ο δραματικός του αυτός ήρωας ο Όλαφουρ,παλικάρι πια,μετά την πολύχρονη κακοτυχία του φεύγει από το υποστατικό άρρωστος βαριά και μισοπεθαμένος πάνω σ΄ένα φορείο μα να που επιζεί και τελικά σαν από θαύμα,ένα θαύμα που για να γίνει μεσολαβεί μια κοπέλα που συνομιλεί,πιστεύουν, με το θείο– κι εδώ κρύβεται η αλληγορία της μυθοπλασίας,που είναι πολύ πιο έντονη στο δεύτερο μέρος της αφήγησης-αλλάζει ζωή συμμετέχοντας στα δρώμενα μιας άλλης πόλης σαν ποιητής.
Στην ζωή του μπαίνουν και διεκδικούν μερίδιο η αγάπη,η φιλία,η κακία,η αρετή,η φρόνηση,η τρέλα, η σύνεση.Ο Λάξνες αρπάζει την ευκαιρία που ο ίδιος δημιουργεί με λέξεις για να δώσει εκείνη την εκδοχή της Ισλανδίας που παρέχει ανασασμό στους καταφρονεμένους και ταπεινούς της και το κάνει βάζοντας τώρα στο προσκήνιο κι άλλα πρόσωπα.Αυτούς που ανακατεύονται με την διοίκηση και την εξουσία, με την εκκλησία και την πολιτική και “τρώνε” και κάνουν τις κομπίνες τους από τον όποιο κρατικό κορβανά ** όπως,ό,τι κι απ΄όπου μπορούν αφήνοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων και μερικά ψίχουλα για τους σπουργίτες που τους περιτριγυρίζουν με το αζημίωτο φυσικά,βγάζοντας κι από αυτούς και τις υπηρεσίες τους κέρδος αλλά παρουσιάζοντας από την άλλη και τους τίμιους που με την ποίηση και την Τέχνη,με την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη επιβιώνουν και λειτουργούν σαν αντίβαρα του καλού.
Η αιώνια πάλη του Καλού με το Κακό τελειωμό δεν έχει κι οι μεγάλοι συγγραφείς, όπως λέγεται πως είναι και τούτος εδώ και νομίζω κι εγώ πως ισχύει,θα βρίσκουν πάντα πλούσιο υλικό.

*Ο Λάξνες αναφέρεται συνεχώς στους πραγματικούς μεγάλους ποιητές της παλιάς αυτής Ισλανδίας, τον Γιόνας Χάλγκριμσον και τον Ζίγκουρντουρ Μπράιντφχερντ.
**Το “τρομαχτικό”όσων περιγράφει ο Λάξνες,χωρίς να ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι το αναζητούμενο δια ταύτα, βρίσκεται (και) στο ότι σε μια χώρα 300.000 όλων κι όλων ψυχών, όπως ήταν και είναι η ταυτοχρόνως μακρινή και κοντινή μας Ισλανδία, (μπορεί να) υπάρχει πλούτος και φτώχεια,ταξική ανισότητα και να οδηγούνται οι άνθρωποι σε χοντρή οικονομική κρίση στην εποχή μας και όλα τα σχετικά. Αυτό λέει πολλά και ας κάτσει καθένας μας να τα σκεφτεί.