Αγαπημένα

Μετάφραση: Τζαβάρας Γιάννης Γ.

Εισαγωγή: Τζαβάρας Γιάννης Γ.

Επανέκδοση: 2η, Δεκέμβριος 2013

Πρώτη έκδοση: Σεπτέμβριος 1991

Τίτλος πρωτοτύπου: Die Wissenschaft der Logik

Γλώσσα πρωτοτύπου: Γερμανικά

ISBN-13: 978-960-558-224-1

Διαστάσεις: 14x21

Σελίδες: 512

Εξώφυλλο: Μαλακό

Κωδικός προϊόντος: 001167

Η επιστήμη της λογικής

Από την Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών 1-244

11,20

Σε απόθεμα

Facebook
Twitter
Pinterest

Ο γερμανός φιλόσοφος Georg Hegel (1770-1831) γεννήθηκε στη Στουττγάρδη και δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Ιένας, της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου. Πιεζόμενος από την ανάγκη, να εκθέσει στους φοιτητές του με απλό και περιεκτικό τρόπο τα βασικά στοιχεία του φιλοσοφικού του συστήματος, εξέδωσε την Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών σε επιτομή. Οι πρώτες 244 παράγραφοι (§§ 1-244) της γ΄ έκδοσης (1830) αυτού του βιβλίου, αφιερωμένες στην «επιστήμη της Λογικής», αποτελούν το κείμενο όπου βασίστηκε η παρούσα ελληνική μετάφραση. Το κείμενο με τίτλο Η Επιστήμη της Λογικής προσφέρεται ως ένα καλό ξεκίνημα για τον αρχάριο μελετητή της χεγκελιανής Φιλοσοφίας, με την ώριμη μορφή που αυτή παρείχετο στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βερολίνου κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του φιλοσόφου.

Η «Εισαγωγή του μεταφραστή» (σελ. 9-49)  παρέχει κάποιες ερμηνευτικές υποδείξεις βοηθητικές για μια πληρέστερη κατανόηση του χεγκελιανού κειμένου. Τονίζεται κυρίως το γεγονός ότι η χεγκελιανή Λογική μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως Οντολογία. Προς επικύρωση τούτου αντιπαραβάλλεται η παρμενίδεια ταύτιση του Νοείν και του Είναι με το θεμελιώδες χεγκελιανό αξίωμα που ταυτίζει το έλλογο με το πραγματικό, και ερμηνεύεται οντολογικά η χεγκελιανή διάκριση ρεαλιστικής και ιδεατής ύπαρξης (Realität – Idealität) ως θεμέλιου του χεγκελιανού ιδεαλισμού. Στη συνέχεια παρέχονται βασικές επεξηγήσεις της διαλεκτικής μεθόδου με συνεχή αναφορά σε οντολογικές έννοιες, όπως «Είναι», «μηδέν», «γίγνεσθαι» κλπ. και διαφοροποιείται η τυπικά λογική, δηλαδή προτασιακή, από την οντολογική αλήθεια. Αναλύεται επίσης η δομή του όλου χεγκελιανού συστήματος και εξηγείται, πώς μέσα σ’ αυτό εντάσσεται η Λογική με τη βασική διαλεκτική της τριάδα: Είναι – ουσία – έννοια. Τέλος παρέχονται κάποια φιλολογικά στοιχεία σχετικά με τη «μεγάλη» και τη «μικρή» χεγκελιανή Λογική και τους κύριους μεταφραστικούς προβληματισμούς του Έλληνα μεταφραστή.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Τα οντολογικά θεμέλια τα χεγκελιανής λογικής
Η διαλεκτική μέθοδος του Χέγκελ
Η λογική και η οντολογική αλήθεια
Η δομή του χεγκελιανού συστήματος και ειδικότερα της λογικής
Η μεγάλη και η μικρή λογική
Η παρούσα μετάφραση
Επιλογή βοηθητικής βιβλιογραφίας
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Πρώτη στάση της στέψης απέναντι στην αντικειμενικότητα. Μεταφυσική
Δεύτερη στάση της σκέψης απέναντι στην αντικειμενικότητα
Εμπειρισμός
Κριτική φιλοσοφία
Τρίτη στάση της σκέψης απέναντι στην αντικειμενικότητα. Η άμεση γνώση
Ακριβέστερη έννοια και διαίρεση της λογικής
Πρώτο μέρος της λογικής: Η διδασκαλία περί του είναι
Ποιότητα
Είναι
Προσδιορισμένο – είναι
Δι’ -εαυτό-είναι
Ποσότητα
Η καθαρή ποσότητα
Το ποσόν
Ο βαθμός
Το μέτρο
Δεύτερο μέρος της λογικής: Η διδασκαλία περί της ουσίας
Η ουσία ως θεμέλιο της ύπαρξης
Οι καθαρές κατηγορίες της ανασκόπησης
Ταυτότητα
Η διαφορά
Το θεμέλιο
Η ύπαρξη
Το πράγμα
Το φαινόμενο
Ο κόσμος των φαινομένων
Περιεχόμενο και μορφή
Η σχέση
Η πραγματικότητα
Σχέδιο υποστασιακότητας
Σχέση αιτιότητας
Η αλληλεπίδραση
Τρίτο μέρος της λογικής: Η διδασκαλία περί της έννοιας
Η υποκειμενική έννοια
Η έννοια σαν τέτοια
Η κρίση
Ποιοτική κρίση
Κρίση ανασκόπησης
Κρίση αναγκαιότητας
Η κρίση της έννοιας
Ο συλλογισμός
Ποιοτικός συλλογισμός
Συλλογισμός της ανασκόπησης
Συλλογισμός της αναγκαιότητας
Το αντικείμενο
Ο μηχανισμός
Ο χημισμός
Τελεολογία
Η ιδέα
Η ζωή
Το γνωρίζειν [σαν τέτοιο]
Η θέληση
Η απόλυτη ιδέα
Ελληνο-γερμανικό γλωσσάρι
Γερμανο-ελληνικό γλωσσάρι
Πίνακας κυρίων ονομάτων

  • Στο περιοδικό «Διαβάζω», 1993, σελ. 17-19, δημοσιεύτηκε η εξήςβιβλιοκρισία του Νίκου Μακρή:

Ο Hegel (1770-1831) είναι όντως μέγιστος φιλόσοφος. Είναι γνωστή η επίδρασή του στη μεταγενέστερη φιλοσοφική, κοινωνιολογική, θεολογική και πολιτική σκέψη. Ο επαναστατικός στοχασμός αυτού του τιτανικού πνεύματος φιλοδόξησε να ανασυνθέσει ανακαινιστικά την ευρύτατη φιλοσοφική παράδοση και να προτείνει ρηξικέλευθες θέσεις, υπό τη γοητεία του πνεύματος και των μεταμορφώσεών του διαμέσου της ιστορίας και του πολιτισμού. Αυτή η τολμηρή προσπάθεια, που οδήγησε σε φιλοσοφικό γιγαντισμό, προαπαιτούσε τόλμη και γοητευτικό λόγο, θητεία στην ευρύτερη ιστορία του πνεύματος, συναναστροφή με τα κοινωνικοπολιτικά σχήματα του παρελθόντος, εισβολή στον κόσμο της μυστικής και της πνευματικότητας, γνώση των επιστημονικών πορισμάτων, αλλά και ισχυρή αυτοπεποίθηση. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις, όπως και πολλές άλλες, κοσμούσαν όντως τη φιλοσοφική συνείδηση του Hegelκαι τον ωθούσαν σε φιλοσοφική εποποιία.
Υπάρχει βέβαια και ένας άλλος παράγων, ο οποίος δεν εξαρτάται απ’ το μεγάλο φιλόσοφο. Πρόκειται για τον δυναμισμό του γερμανικού φιλοσοφικού πνεύματος, το οποίο βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του. Το γνωρίζουμε, δεν απαιτείται παράθεση ονομάτων που διέπρεψαν στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στη μυστική, στην τέχνη, στην επιστήμη. Ο άθλος, ωστόσο, του Hegelείναι ανεπανάληπτος. Είναι όμως το έργο του αληθινό; Εκφράζει η εγελιανή φιλοσοφία αν όχι το πραγματικό, τουλάχιστον κάποιες διαστάσεις του; Οι απαντήσεις θα δοθούν, θα αναδυθούν, στις τελευταίες παραγράφους του σύντομου κειμένου μας.
Το πρώτο μεγάλο έργο του Hegelήταν η γνωστή Φαινομενολογία του πνεύματος (1807, δύο τόμοι), μία όντως επική σύνθεση, με την οποία ο συγγραφέας καταγράφει τα διάφορα στάδια πορείας του πνεύματος προς την ωρίμανσή του διαμέσου της ελληνικής αρχαιότητας, του μεσαίωνα, του διαφωτισμού, της Γαλλικής επανάστασης, της γερμανικής δημιουργίας κ.ο.κ. Οι λαβυρινθώδεις αναλύσεις, οι τραγικές υποκρούσεις, οι εμβριθείς αναλύσεις, η ετοιμότητα του συγγραφέα αλλά και οι σκοτεινές διατυπώσεις και αξιολογήσεις καθιστούν το έργο όντως κλασικό. Η περίφημη Λογική (Επιστήμη της Λογικής, 1812-1816, τρίτομο έργο) δεν συνιστά παρά «λογική» έκθεση των διαλεκτικών στοιχείων της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, λογική δηλαδή αξιοποίηση και έκθεση των διαλεκτικών αρχών. Αργότερα ο Hegelσυνόψισε την απέραντη Επιστήμη της Λογικής στο έργο του Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφικών Επιστημών (§§ 1-44), το οποίο κυκλοφόρησε το 1817. Αυτή τη Λογική μάς προσφέρει στα ελληνικά με εισαγωγή και σχόλια ο Γιάννης Τζαβάρας. Ήδη το έργο έχει μεταφραστεί από τον Παύλο Γρατσιάτο το 1915, και υπήρξε «αναντικατάστατο βοήθημα» για τον κ. Τζαβάρα (από την εισαγωγή στην παρούσα έκδοση, σελ. 37).
Είναι αδύνατη η κατανόηση της Λογικής χωρίς τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, δεδομένου ότι, όπως θα δούμε, οι ρίζες του εγελιανισμού βρίσκονται στο πρώτο μεγάλο έργο του φιλοσόφου. Όντως, ο Hegel, συνθέτοντας τη Φαινομενολογία του Πνεύματος είχε ήδη συλλάβει τις αρχές της σκέψης του, οι οποίες εκθέτουν τον περίφημο δυναμικό πανθεϊσμό. Οι αφετηρίες βρίσκονται στον Παρμενίδη και στον Ηράκλειτο, στον στατικό πανθεϊσμό του πρώτου και στη δυναμική αλλά απρόσωπη πανθεϊστική αφετηρία του δεύτερου. Για τον Παρμενίδη η ταυτότητα του είναι και του νοείν συνίσταται στην άπεφθη συνάντηση της αμεσότητας με τον χώρο, στην οριακή της ταύτιση. Όλα τα άλλα είναι φαίνεσθαι, μη πραγματικά. Το μόνο πραγματικό είναι ο χώρος και η μυστηριώδης κοινωνία της αμεσότητάς μας μαζί του. Είναι (χώρος) και νοείν (νοούσα αμεσότητα) ταυτίζονται, «ου γαρ άνευ του εόντος εν ω πεφατισμένονεστίν, ευρήσεις το νοείν· ουδέν γαρ έστιν ή έσται άλλο πάρεξ του εόντος, επείτόγεΜοιρ’ επέδησενούλον ακίνητόν τ’ έμεναι» (Περί Φύσεως, 7.8). Ο Παρμενίδης προτάσσει το είναι, από το οποίο τροφοδοτείται το νοείν. Το είναι, «αγέννητον», «ανώλεθρον», «ουλομελές» και «ατέλεστον», θα γίνει η αποφατική αφετηρία της μετέπειτα οντοθεολογίας, για να θρέψει και την πλατωνική σκέψη. Αυτός ο ενισμός που παραμένει ακόμη αδιαμόρφωτος,αντίπους στην ηρακλείτεια διαλεκτική, δεν παύει να τρέφεται από τις ίδιες πηγές. Για τον Ηράκλειτο τα ενάντια ταυτίζονται διαπλεκόμενα («Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσανταςομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι». Ηράκλειτος, 50) και γι’ αυτό «οδός άνω κάτω μία και η αυτή»: Η νύχτα και η ημέρα, το φως και το σκότος, το αγαθό και το κακό, ο χειμώνας και το καλοκαίρι, καίτοι διαφέρουν, ταυτίζονται κατ’ ουσίαν, συνθέτουν την «καλλίστην αρμονίαν», την αφανή, η οποία είναι «φανερής κρείσσων».
Η ταυτότητα των εναντίων επιτρέπει τη διαλεκτική κίνηση, το παιγνίδι του αιώνα, τη μυστική ενότητα, η οποία αποκαλύπτεται ως πολλότηταμε κοινή ρίζα.
Αυτές οι πρώτες φιλοσοφικές θέσεις, που ταύτιζαν αισθητό και νοητό, εκφράστηκαν ως Πανθεϊσμός με τους Στωικούς αλλά διαρκέστερα και ωριμότερα. Θα χρειασθούν όμως αιώνες και εμπειρία μέχρι την οριστική, θα λέγαμε, καταγραφή των πανθεϊστικών θέσεων από τον Spinoza(1632-1677), στον οποίο υπάρχει σχολαστική σκέψη, ιουδαϊκός στοχασμός, καρτεσιανός ορθολογισμός αλλά και μυστική φλέβα. Ήδη η Καινή Διαθήκη διακηρύττει πως η αυτοαιτία θεωρεί τη φύση – ουσία ως υπάρχουσα. Ο Θεός είναι ένα ον «απολύτως άπειρο, δηλαδή μια ουσία που συνίσταται σε απειρία κατηγορημάτων, από τα οποία καθένα εκφράζει μια αιώνια και άπειρη ουσία.» (L’ Éthique, definitions). Τα άπειρα κατηγορήματα εκφράζονται ως «τρόποι» της μιας και μόνης άπειρης και απόλυτης ουσίας, η οποία υπάρχει κατ’ ανάγκην. Ας προσέξουμε: Η μία και άπειρη ουσία έχει δύο απόλυτα κατηγορήματα, τον χώρο και τη σκέψη (την καθαρή και κενή οντικού περιεχομένου σκέψη, την άμεσα νοητή αμεσότητα).
Ήδη ο φυσικός κόσμος συνιστά τους άπειρους τρόπους έκφρασης αυτής της αιώνιας ουσίας. Ο σπινοζικός πανθεϊσμός είναι στατικός και απρόσωπος, η δε ουσία του συνίσταται στη μυστική πρωτοσύλληψη του χώρου από την αμεσότητα ως απολύτου (δύο όψεις ενός και του αυτού πράγματος).
Ο Hegel ξεκινάει από αυτά ακριβώς τα δεδομένα. Μαθητής του Ηρακλείτου, του Παρμενίδη και του Spinoza, ωθεί στο έπακρο την πανθεϊστική αρχή προσωποποιώντας την στο μέτρο του δυνατού και προσφέροντάς της πρωτόφαντες δυναμικές διαστάσεις υπό την επένδυση του «χριστιανικού» πνεύματος και υπό τις πολυφωνικές ιαχές της ιστορίας, του πολιτισμού, της κοινωνικής δυναμικής, των επιστημονικών προοπτικών, κ.ο.κ. Αναμετρήθηκε με τη διανοητική ενόραση του Schellingκαι με τον ιδεαλιστικό δυισμό του Fichte (Εγώ / Μη-Εγώ), συναναστράφηκε με την περί χώρου και χρόνου άποψη του Kant, για να αμφισβητήσει τα θεμέλια του υπερβατολογικού ιδεαλισμού, γονιμοποίησε το καρτεσιανό cogitoμε την έννοια του δυναμικού πνεύματος, επιτέθηκε, μετά του Berkeley, στην περί απολύτου χρόνου άποψη του Newtonκαθώς και στη γενικότερη θεωρία του (παγκόσμια έλξη), προχώρησε σε ολίζουσα θεώρηση του πνεύματος και της ιστορίας υπό δυναμική πνοή.
Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, να προχωρήσουμε σε ευρύτερες εκτιμήσεις και αναλύσεις. Τονίζουμε μόνο τις ρίζες του εγελιανισμού, οι οποίες καρποφορούν στη Λογική. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για διαλεκτική λογική, η οποία όμως εδράζεται στην πανθεϊστική ταυτολογία. Η ουσία των πάντων είναι μία με δύο απόλυτα κατηγορήματα (χώρος / σκέψη) και άπειρους τρόπους έκφρασης (αισθητά) υπό την τραγική προσπάθεια του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει το είναι του ως τόπο συνάντησης της θέσης (πνεύμα / χώρος) και της αντίθεσης (ύλη / αισθητό), υπό την πνοή της σύνθεσης (άνθρωπος – ιστορία). Το «καθεαυτό είναι» γίνεται «διεαυτό είναι», χωρίς να μερίζεται και να χάνει την αφετηρία του. Είναι πια εύκολο να κατανοήσουμε πως αυτή η διαλεκτική λογική είναι ουσιαστικά λόγος περί του είναι, της ουσίας, της ποσότητας, της ποιότητας, του μέτρου, της σκέψης, του φαινομένου, της αποτελεσματικότητας, λογική δηλαδή ακτινογράφηση των ρευστών κατηγοριών της Φαινομενολογίας του Πνεύματος.
Στις λαβυρινθώδεις αναλύσεις του ο Hegelπροσφεύγει στην αριστοτελική τεχνική, στην αριστοτελική δηλαδή κρίση και συλλογισμό ως αξεπέραστους τρόπους του σκέπτεσθαι, παρά το ότι τους θεωρεί γερασμένους. Ο Hegelδεν αναιρεί, τυπικά τουλάχιστον, την αριστοτελική Λογική αλλά την «αναμορφώνει» οντολογικά, αφού ο πανθεϊσμός του τον οδηγεί στις ταυτολογικές κρίσεις, αφού το αισθητό είναι νοητό και τανάπαλιν. Ιδού μία βασική αρχή της Επιστήμης της Λογικής: «Το είναι ενός πράγματος είναι το καθαρό του μηδέν». Αυτό σημαίνει πως η ουσία ενός οποιουδήποτε αντικειμένου είναι άπειρη και ενέχεται στο άπειρο της σκέψης, της άμεσα νοητής σκέψης, των άληπτων ιδιοτήτων του χώρου. Έτσι, μόνο το πεπερασμένο καθίσταται δυνατό: Ως μέρος του απείρου, ως ειδικός τρόπος ύπαρξής του. Ήδη, Είναι και Μηδέν ταυτίζονται μεταφυσικά αλλά και οντολογικά, αφού το νοητό στη γενικότητά του (διαχέεται στον χώρο ως άμεσα υπαρξιακή κοινωνία μαζί του) ταυτίζεται με το αισθητό. Οι εκφάνσεις – τρόποι του νοητού είναι τα απόλυτα κατηγορήματα που φανερώνονται ως πεπερασμένα. Γι’ αυτό η εγελιανή Λογική είναι κυκλική και ευθύγραμμη ταυτόχρονα, αφού οι ταυτολογικές της κρίσεις ενώνουν απόλυτα το υποκείμενο με το κατηγόρημα, αφού το υπερβατικό και το ενδοκοσμικό ταυτίζονται. «Κατ’ αυτό τον τρόπο το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι καθένα τους η ολόκληρη κρίση… Αυτό που πράγματι έχει τεθεί, είναι η ενότητα του υποκείμενου και του κατηγορούμενου ως η ίδια η έννοια, η οποία γεμίζει το κενό “είναι”, το συνδετικό ρήμα.» (Η Επιστήμη της Λογικής, σελ. 372, 373). Η ταυτότητα υποκείμενου και κατηγορήματος πληρώνει την άμεσα νοητή «ενότητα», καθιστά το συγκεκριμένο-πεπερασμένο έκφραση του απολύτου. Ήδη η αντίθεση συνιστά συγκεκριμένη έκφραση της θέσης, για να καθίσταται αενάως σύνθεση, processusκατά το οποίο το φαινόμενο πνεύμα άγεται στην ωρίμανσή του. Βέβαια, όλη αυτή η διαλεκτική-λογική σύνθεση αναπτύσσεται στην τρίτομη Επιστήμη της Λογικής ως συγκεκριμενοποίηση της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, για να βρει την κοινωνικοπολιτική της έκφραση στη Φιλοσοφία του Δικαίου και στα Μαθήματα Φιλοσοφίας της Ιστορίας, με τις γνωστές επιπτώσεις τόσο στον εγελιανισμό της Δεξιάς, όσο και στους εγελιανούς της Αριστεράς, από τους οποίους ανέτειλε ο μαρξισμός.
Ωστόσο, ο εγελιανισμός, παρά το ότι ερμηνεύει με μεγαλοφυή τρόπο την πραγματικότητα, δεν αποφεύγει τις απλουστεύσεις, τις επικίνδυνες σχηματοποιήσεις και τις σοφιστείες. Υπό ευρύτερο φιλοσοφικό πνεύμα η εγελιανή Λογική εντάσσεται στην πλατωνική, η οποία, διαφυλάσσοντας τον πλουραλισμό, αποφεύγοντας δηλαδή την πανθεϊστική μίξη, δέχεται την κοινωνία των ιδεών στον «χώρο» του αγαθού.
Η προσφορά των εκδόσεων Δωδώνη και του γνωστού μεταφραστή και σχολιαστή μεγάλων φιλοσόφων είναι όντως πολύτιμη, δεδομένου ότι παρόμοια κείμενα ούτε εκδίδονται ούτε μεταφράζονται εύκολα.

{{ reviewsTotal }}{{ options.labels.singularReviewCountLabel }}
{{ reviewsTotal }}{{ options.labels.pluralReviewCountLabel }}
{{ options.labels.newReviewButton }}
{{ userData.canReview.message }}

Δείτε επίσης

Σε απόθεμα

8,20

Προσθήκη στο καλάθι

Σε απόθεμα

11,90

Προσθήκη στο καλάθι

Σε απόθεμα

10,40

Προσθήκη στο καλάθι
Λαμπρέλλης Δημήτρης Ν.

Εξαντλημένο

21,20

Διαβάστε περισσότερα
-30%