A.H. Hinchliffe: το παράλογο είναι μια έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στην ανάγκη του μυαλού για ενότητα και το χάος του κόσμου που το μυαλό συνειδητοποιεί. Η εύλογη απόκριση είναι είτε η αυτοκτονία είτε, στην αντίθετη κατεύθυνση, ένα ξεπήδημα πίστης.
Το μόνο θεατρικό που πρόλαβε να γράψει στη σύντομη ζωή του o Ρούπερτ Μπρουκ ήταν το μονόπρακτο Λιθουανία, όταν έμενε σε έναν ξενώνα κοντά στον φίλο του Dudley Ward κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του στη Γερμανία την άνοιξη του 1912. Εκεί κάποιος γνωστός του δημοσιογράφος τού είπε για κάποιο μακάβριο περιστατικό που συνέβη στη Λιθουανία. Ο Μπρουκ το μετουσίωσε σε θεατρικό έργο: Ένα αγόρι, που είχε εγκαταλείψει στα δεκατρία του την οικογένειά του, επέστρεψε στο σπίτι του μετά από πολλά χρόνια, προσποιούμενος ότι είναι ταξιδιώτης που ζητούσε κατάλυμα τη νύχτα. Τώρα είναι αποφασισμένος να βοηθήσει τους δικούς του και να επανασυνδεθεί μαζί τους. Η οικογένειά του τον φιλοξενεί, αλλά η αδελφή του και η μητέρα του σχεδιάζουν να τον δολοφονήσουν, για να κλέψουν τα χρήματά του και το χρυσό του ρολόι. Αναθέτουν τον φόνο στον πατέρα, αλλά εκείνος διστάζει και φεύγει για την ταβέρνα. Οι δυο γυναίκες πραγματοποιούν αυτές τη δολοφονία. Ο πατέρας επιστρέφει μεθυσμένος αργά το βράδυ με τον ταβερνιάρη, από τον οποίο ο γιος είχε περάσει και του είχε πει για την έκπληξη που θα σκάρωνε στους συγγενείς του. Ο ταβερνιάρης με έναν συγχωριανό του δίνουν τα συχαρίκια και αποκαλύπτουν την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Είναι όμως αργά. Το έγκλημα έχει συντελεστεί.
ΜΗΤΕΡΑ: Γιατί δε σταμάταγες τα χτυπήματα;
ΚΟΡΗ: Δεν μπορούσα.
ΜΗΤΕΡΑ: Χτυπούσες και ξαναχτύπαγες. Νόμισα πως τρελάθηκες. Με την πρώτη φώναξε, «Μάνα μου»…
ΚΟΡΗ: Δεν φώναξε.
ΜΗΤΕΡΑ: Φώναξε «Μάνα μου»… κι αυτή ποτέ δε θα μάθει… Χτύπαγες και ξαναχτύπαγες… Γιατί το ’κανες;
ΚΟΡΗ: Δεν μπορούσα να σταματήσω.
ΜΗΤΕΡΑ: Γιατί χτυπούσες και ξαναχτύπαγες; Νόμισα πως σού ’στριψε… Σε μισούσα.

Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Αλμπέρ Καμύ στο έργο του Η Παρεξήγηση, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, με διαφορετικό βέβαια τρόπο, δεδομένου ότι ο συγγραφέας ήταν ήδη ένας γνωστός φιλόσοφος και διανοούμενος της Γαλλίας και η γραφή του διαμορφώθηκε σε άλλα ιστορικά και κοινωνικά, αλλά και λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Η Παρεξήγηση είχε δημοσιευθεί μαζί με τον Καλιγούλα σε έναν τόμο από τις εκδόσεις Gallimard το 1944. Τα δύο αυτά θεατρικά έργα συνδέονται με τη φιλοσοφία του παραλόγου, όπως είχε εκφραστεί από τον συγγραφέα στο δοκίμιό του Ο Μύθος του Σισύφου και στο μυθιστόρημά του Ο Ξένος. Συνιστούν, επίσης, για τον Καμύ ένα «Θέατρο του αδυνάτου» (théâtre del’ impossible) υπό την έννοια του ότι χαρακτήρες (στον Καλιγούλα) και καταστάσεις (στην Παρεξήγηση) δομούν έναν απατηλό κόσμο γεμάτο από ψευδαισθήσεις και παρεξηγήσεις που, όταν αποκαλύπτονται, κατακρημνίζεται ο ηθικός κώδικας των ηρώων, οι οποίοι από τη μια συνειδητοποιούν το παράλογο της ζωής, ενώ από την άλλη ωθούνται στην εξέγερση και στην ελευθερία, έστω και αν η κατάληξη είναι ο θάνατος.
*Το άρθρο του Βάιου Φ. Καμινιώτη με τίτλο Στα χνάρια αρχαίας τραγωδίας. Από τη Λιθουανία του Ρούπερτ Μπρουκ στην Παρεξήγηση του Αλμπέρ Καμύ, ολόκληρο στην έντυπη έκδοση του περιοδικού Θεατρογραφίες.
**Ο Βάιος Φ. Καμινιώτης είναι Δρ. λαογραφίας- Θεατρολόγος
***το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από το άρθρο με τίτλο Ο «πιο όμορφος ποιητής της Αγγλίας» που πέθανε στη Σκύρο από το τσίμπημα ενός κουνουπιού, που δημοσιεύτηκε στη Lifo


