Στη “Ζωηδαισία” του ο Νίκος Μπαλάσκας, ένας “απελάτης της ζωής”, ένας “ισοβίτης μιας μόνο ζωής” “εξόριστος ή φυλακισμένος μες στο σύμπαν”, νοιώθοντας πως “κάθε μέρα γίνεται έκρηξη μιας σουπερνόβας μέσα του” διαπιστώνει πως “οι ζωντανοί πεθαίνουν, οι νεκροί ανασταίνονται, οι ζωντανοί ανασταίνονται, οι νεκροί ξαναπεθαίνουν. Κάθε φορά που μας μετράει κανείς μας βρίσκει πάντα ολοένα πιο μεγάλους” επιμένει πως “υπάρχουν πράγματα που πέφτουν προς τα πάνω” αναζητεί “έναν ήλιο φωτεινό, πιο φωτεινό κι από το φως” καθώς και “κάτι που μέσα του έχει έναν παλμό από φως αχάτη” βεβαιώνει ότι “βρήκαμε τρόπους να περνάμε μέσα από σχισμές” και να “ανοίγουμε διαμπερείς τρύπες στην πλάση” εξακριβώνει ότι “χωρίς κανένας πια να τους προσμένει κι ενώ δεν περιμένουν ούτε αυτοί κανένα ο Παπαφλέσσας πέφτει κάθε τόσο στο Μανιάκι κι ο Διάκος γίνεται ολοκαύτωμα στην Αλαμάνα”.