Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2010
ISBN-13: 978-960-347-251-3
Διαστάσεις: 14x21
Σελίδες: 200
Εξώφυλλο: Μαλακό
Κατάσταση: Δεύτερο χέρι
Μαυρίδη
1,50€
Μόνο 1 απομένουν σε απόθεμα
Ο κώστας Λιάκος είναι μέλος της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Κορινθίων Συγγραφέων. Ακολουθεί απόσπασμα από διήγημά του.
Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ της Κυριακής ήταν πολύ παγερό.
Ο αέρας με τη δύναμη που φυσούσε, έκανε και τη θάλασσα του Πειραιά να δείχνει τόσο εξαγριωμένη. Τα κύματα της σηκώνονταν απειλητικά• σαν να θέλανε να παρασύρουν και να πνίξουν τις όποιες αιτίες δημιούργησαν μια τέτοια κατάσταση.
Εκείνος όμως, νιώθει πολύ όμορφα. Έχει δίπλα του την ίδια τη δικαιολογία της Ζωής! Τη σαγηνευτική παρουσία εκείνης, που λέει αρκετές φορές πώς, “φαντάζει με τις πανέμορφες νύμφες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας”.
Στην προκειμένη περίπτωση – όσο παρατραβηγμένο κι αν δείχνει αυτό – αισθάνεται ως ένας Απόλλωνας• τυχερός αυτή τη φορά. Αφού η αγαπημένη του δεν αρνήθηκε τον έρωτα του, παρακαλώντας η γη να ανοίξει να την καταπιεί και να μεταμορφωθεί σε φυτό. Αντίθετα η δική του Δάφνη τον αγαπά με φλόγα και πάθος.
Η Δάφνη του λοιπόν, το κορίτσι με τα υπέροχα μάτια, όποτε τον κοιτά ξεχειλίζουν από τρυφερότητα.
Πριν από λίγη ώρα, είχαν με το αυτοκίνητο διασχίσει έναν ανηφορικό δρόμο. Στο τέρμα – στον Προφήτη Ηλία – υπάρχουν μερικές ταβέρνες. Σε κάποια απ’ αυτές κάθισαν μπροστά στην τζαμαρία, έχοντας απέναντι τη θάλασσα. Βλέποντας τώρα έξω, νιώθουν πώς βρίσκονται στην πλώρη ενός ξεχωριστού πλοίου! Σαν αυτό, που ατρόμητο θα μπορούσε να σχίσει τα μαυρισμένα, εξαγριωμένα κύματα, καταφέρνοντας να φτάσει σε νησιά όπου η ανθρώπινη ύπαρξη, βιώνει με την δυσεύρετη ηρεμία. Κάποια στιγμή χαϊδεύοντας της τα μαλλιά, της είπε.
– Είναι τόσο όμορφα!..
– Τι το ιδιαίτερο έχουν και σ’ αρέσουν τόσο;
– Τα κοιτώ με τι στοργή πλαισιώνουν το μέτωπο, τα χείλη και τα μάτια σου.
Νιώθει το χαμόγελο της να τον αγκαλιάζει σε σημείο μεθυστικό. Κι ίσως γι αυτό δεν κατάλαβε, αν ο στιγμιαίος ίλιγγος, ήταν και από το καλό κρασί που συντροφιά τους κρατά.
Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό της, σαν να γύρευε το στήριγμα που ποτέ δεν έπαψε να ζητά. Εκείνη σφίγγοντας το δικό του, την είδε να χαμηλώνει το βλέμμα της, σκύβοντας το κεφάλι. Όταν χάιδεψε το πρόσωπο της, είδε τα μάτια της δακρυσμένα.
– Τι σού συμβαίνει;
Το καθησυχαστικό της χαμόγελο δεν ήταν αρκετό.
– Δεν έχω τίποτα… Μην ανησυχείς, του είπε χαϊδεύοντας του το πρόσωπο. Πόσες φορές, συνέχισε, μού έχεις πει, ότι τα μάτια μου ξεχειλίζουν από τρυφερότητα. Φαίνεται πώς τώρα ξεχειλίζουν από ευτυχία… Δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι…
Γέμισε τα ποτήρια ξανά με κρασί.
– Στην υγεία σου, της είπε.
– Στην υγεία μας.
Έξω εξακολουθεί να φυσά ο αέρας που κάνει την θάλασσα να χτυπά τις βάρκες και τα καράβια δεμένα στο λιμάνι, ξεσπώντας πάνω τους.
– Αυτές οι στιγμές είναι τόσο όμορφες… Να γινόταν να κρατήσουν όσο γίνεται πιο πολύ, του είπε.
ΙΙ
Ήταν περασμένες δώδεκα μετά τα μεσάνυχτα, όταν αναγκάστηκαν να αφήσουν τη θαλπωρή του ευχάριστου περιβάλλοντος.
– Θέλεις να φύγουμε; Τη ρώτησε, καθώς είχαν πιει το τελευταίο ποτηράκι.
– Ναι… Πάμε σιγά σιγά. Τον κοιτά σαν να του λέει, “δεν γίνεται διαφορετικά”.
Της χαμογέλασε λέγοντας.
– Αύριο πάλι…
– Ναι αύριο, ενώ του έσφιγγε τρυφερά το χέρι.
Με το που άνοιξαν τη πόρτα της ταβέρνας, έπεσε πάνω τους ο ψυχρός αέρας με μια ασυγκράτητη ορμή, δηλώνοντας την άγρια παρουσία του. Μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο λίγο πιο κάτω, άνοιξε το μπράτσο του κλείνοντας την στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο ικανοποιημένη, που ένιωθε ότι οι χτύποι της καρδιάς του είχαν – εκείνη τη στιγμή – διώξει πέρα, μακριά, την παγωνιά της νύχτας, ενώ ήταν τυλιγμένη απ’ την ζεστασιά της στοργής του. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο πριν ξεκινήσουν της είπε.
– Άκουσα από τις ειδήσεις το μεσημέρι, ότι αύριο – προς το απόγευμα – μάλλον θα βρέξει και λυπάμαι…
– Γιατί λυπάσαι; Τον ρώτησε παραξενεμένη.
– Έχω πολύ δουλειά αύριο και δεν θα μπορέσω να έρθω άμα σχολάσεις, να σε πάρω.
Χαμογέλασε… Λέγοντας του πώς δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί.
– Να πας γρήγορα σπίτι. Μην πέσεις πάνω στη βροχή, της είπε.
– Το πολύ πολύ να βραχώ αν δεν προλάβω…, ενώ απ’ τα μάτια της, είδε να φωσφορίζει ένα χαμόγελο ικανοποίησης και αθώας διάθεσης να αστειευτεί.
– Έχω ακούσει, πώς “η ζάχαρη λειώνει στην βροχή”.
Άρχισε να γελά.
– Άμα είναι να με λιώσει η βροχή…, του είπε κοιτώντας τον κολακευμένη.
– Αν είναι να λιώσεις, θα στο ευχόμουν για ένα λόγο.
– Για ποιον;
– Μόνο από ευτυχία.
Τον κοιτά ξαφνιασμένη.
– Τελικά μου φαίνεται πώς είσαι, πράγματι ποιητής!
– Μπα… Μακάρι να ήμουνα ποιητής. Αυτή είναι πολύ μεγάλη λέξη. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας. Αλλά για στάσου… Λες να είμαι; Έστω και για μερικές στιγμές… Σαν αυτές εδώ τώρα, τις ευλογημένες… Τότε σ’ ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Γιατί το οφείλω σε σένα μόνο! , της είπε αγκαλιάζοντας την και φιλώντας την τρυφερά. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του ανταποδίδοντας το φιλί του.
ΙΙΙ
Δύο φοβεροί θόρυβοι ταυτόχρονα, τον έκαναν να ξυπνήσει τρομαγμένος και να πεταχτεί από την πολυθρόνα που είχε ξαπλώσει αναπαυτικά.
Είχαν περάσει απ’ έξω μια μοτοσικλέτα – που συνόδευε παράλληλα τους σύγχρονους εκείνους ήχους που έφευγαν ανελέητα, απ’ το ραδιόφωνο ενός αυτοκινήτου – επιβαρύνοντας την
ατμόσφαιρα ακόμα μια φορά ηχητικά, ατιμώρητα.
Δίπλα του ήταν ένα μικρό τραπεζάκι όπου είχε αφήσει το βιβλίο που διάβαζε μαζί με τον καφέ του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε κοιμηθεί, σχεδόν δύο ώρες.
Γυρίζοντας το βλέμμα στο παράθυρο ξανά, είδε πέρα στη θάλασσα του Πειραιά, να απομακρύνεται κάποιο καράβι. Ήταν η ώρα που τελείωσε και το μεσημεριάτικο όνειρο του.
Οι διαθεσιμότητες στο bazaar μεταβάλλονται συνεχώς.
Παρακαλούμε, επικοινωνήστε με το κατάστημα στο 2130232404 για να επιβεβαιώσετε τη διαθεσιμότητα του βιβλίου που σας ενδιαφέρει.