Της Κούρτιας το γεφύρι!
Το γεφύρι του Νούτσου!
Της Πέτρανης το γεφύρι, της Πλάκας, της Τατάρνας!
Η καμάρα της Κριεστόβας!
Λα πούντια Νουάουα, λα πούντια Βιάκλι!
Της Άρτας το γεφύρι!
Το γεφύρι της Κυράς!
Του Εβραίου, της Νονούλως, του Πασά Μονότοξα, δίτοξα, πολύτοξα γεφύρια! Γεφύρια ηπειρώτικα· που πάει να πει λίθινες βέργες, τροχιές δέους, να προσπαθούν να ζεύξουνε το …άπειρο! Πέτρινα όλα τους και θολωτά, κουρασανόχτιστα, για να καλύψουν μιαν ανάγκη προέκτειναν τη φύση! Κι όλα αυτά στην Πίνδο, όπου ανέκαθεν η επικοινωνία σήμαινε περιπέτεια, ταξίδι επικίνδυνο…
Αλλά μιλάνε τα πετρογέφυρα πια; Νομίζω πως μάλλον αλλιώς θα έπρεπε να τεθεί το ερώτημα: αν ακούμε εμείς τι λένε τα γεφύρια. Γέροι πια αυτά, εξακολουθούν να φλυαρούν και μάλιστα σοφά….
Σήμερα μας προσκαλούν κυρίως να μη βαλτώσουμε, να περάσουμε στις απέναντι όχθες, όπου ο καθένας μας μπορεί να βρει αυτό που επιθυμεί, να επιδιώξει αυτό που επιθυμεί. Το θέμα είναι να τα διαβούμε τελικά τα γεφύρια. Πιστεύω δηλαδή πως, σαν ποιήματα που είναι τα ίδια, έχουν πει, αιώνες πριν, αυτό που υπονόησε ο Καβάφης με την «Ιθάκη» του. Παραδεκτό από όλους πως έχουμε να κάνουμε με σύμβολα…
Από την άλλη μεριά, όντας μνημεία, φέρουν μνήμες απ’ το παρελθόν που μπορούν να προτείνουν ανθρώπινους τρόπους για το μέλλον. Να γίνω πιο σαφής, αναφέροντας μία παράμετρό τους. Πρόκειται για έργα ανθρώπων, οι οποίοι, μη έχοντας τα απαραίτητα μέσα, τις πολλές γνώσεις, δεν ξέπεσαν ενεργώντας αλαζονικά. Απεναντίας, οι λαϊκοί μαστόροι γι’ αυτούς μιλάμε συμβιβάστηκαν σοφά με τις επιταγές του περιβάλλοντος και έφτιαξαν ό,τι έφτιαξαν: ζεύξεις που εξακολουθούμε να θαυμάζουμε και σήμερα που γεφυρώνονται θάλασσες!
Τα γεφύρια, όντας ακριβώς έργα έντιμου συμβιβασμού με τη φύση, έχοντας προεκτείνει ουσιαστικά τη φύση, κάλυψαν τη συγκεκριμένη ανάγκη διέλευσης των ποταμιών με θετικό πρόσημο ψυχικά. Μην το υποτιμούμε αυτό -χρήσιμα σε πρακτικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να ενοχλούν αισθητικά! Νομίζω πως ένας τέτοιος συνδυαστικός στόχος είναι ζητούμενο στην εποχή μας και τα πετρογέφυρα συνιστούν, αποτελούν, ένα καλό μοντέλο…
Αλλά, κακά τα ψέμματα, πώς τα έχουμε μεταχειρειστεί έως σήμερα τούτα τα αριστουργήματα, τις πέτρες τις πετούμενες επάνω απ’ τα νερά;
Αρκετά νωρίς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι γειτονικές βαλκανικές χώρες, ειδικά οι δυτικές, συνειδητοποιώντας τον μνημειακό χαρακτήρα των πέτρινων γεφυριών τους, προχώρησαν στην πλήρη καταγραφή, μελέτη και έκδοσή τους με επιστημονικούς όρους.
Πλήρως η κάθε δημοκρατία της ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας, σε ικανοποιητικό βαθμό η γειτονική Αλβανία, έχουν τελειώσει το έργο τους και ωφελιμιστικά πλέον –τουριστικά κ.λπ.– εκμεταλλεύονται τα γεφύρια τους. Εδώ, την ίδια περίοδο, δυστυχώς τίποτα. Τα γεφύρια δεν αντιμετωπίζονταν ως μνημεία και οι ανακηρύξεις τους σε διατηρητέα αν εξαιρέσουμε την περίπτωση της Άρτας ήταν μηδαμινές.
Είχα την τύχη έτσι μόνο μπορώ να χαρακτηρίσω την προσωπική μου περιπέτεια, περιπέτεια ζωής– να ξεκινήσω την καταγραφή και μελέτη των γεφυριών της Ηπείρου, της Πίνδου γενικότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Αναμφισβήτητα μου έχει αποδειχτεί αυτό είναι η περιοχή με τις περισσότερες και καλύτερες κατασκευές του είδους. Δεν είναι υπερβολή λοιπόν να θεωρηθεί, η Ήπειρος, η κατ’ εξοχήν χώρα των γεφυριών – οι ιδιαιτερότητές τους μπορούν να συγκροτούν ρυθμό! Αυτό, ως απόλυτα τεκμηριωμένη διαπίστωση…
Μέσα στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου, έχω καταγράψει –με όλα όσα τούτος ο όρος πρέπει να περιλαμβάνει– 1.353 πέτρινα τοξωτά γεφύρια. Και η έρευνα, φυσικά, συνεχίζεται. Από αυτά, δυστυχώς, τα 695 σήμερα έχουν καταρρεύσει. Στέκονται δηλαδή ακόμη όρθια λιγότερα από το 50 %. Το γεγονός πως τέτοια γεφύρια, πέτρινα, έχουν πάψει να κτίζονται από τη δεκαετία του 1950 –τα καθαρά λαϊκής τεχνοτροπίας από τις αρχές του 20ού αιώνα–, σε συνδυασμό με τη σημερινή σχεδόν πλήρη εγκατάλειψή τους, προϊδεάζουν για την τελική τους τύχη.
Αναπόφευκτο έτσι, ύστερα από όσα θίξαμε, να ξαναεπανέρχεται το ερώτημα, απλώς με άλλη μορφή: έστω την τελευταία στιγμή, αξίζουν τούτα τα μνημεία χρηματοδότησης για σοβαρές σωστικές επεμβάσεις; Μιλάμε για σήμερα, την εποχή της κρίσης, είτε η τελευταία συνιστά σκληρή πραγματικότητα, είτε πονηρό άλλοθι για καθολική απραξία.
Αυτονόητη, θα πείτε, και καθολικά καταφατική η απάντηση: Ναι, αξίζουν. «Γι’ αυτές τις πέτρες πολεμήσαμε…», ομολογούσε κάποτε, διδακτικά προτρέποντας, ο Μακρυγιάννης.
Ε, λοιπόν, από αυτό το σημείο, της απόλυτής μας δηλαδή συναίνεσης, αρχίζει και το πρόβλημα κάπως έτσι καθίστανται επικίνδυνες οι απόλυτες πλειοψηφίες. Γιατί στην ουσία, τότε, δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο, από το να εξουσιοδοτούμε τρίτους για τη λύση· τρίτους, ειδικούς επαγγελματίες μεν, με ή χωρίς εισαγωγικά, ανέραστους δε οι περισσότεροι προς τα υπό σωτηρία μνημεία.
Όχι, δεν είναι ρομαντική η προσέγγισή μου· η διαπίστωση προκύπτει εκ του αποτελέσματος. Αιτία; «Όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς», κατά το γνωστό τραγούδι. Και, πιστέψτε με, χωρίς σχετική παιδεία δεν αγαπάς ούτε τον εαυτό σου.
Ο καθείς με το όπλο του λοιπόν∙ γιατί, είτε μόνος είτε μαζί, ένας πρέπει να παραμένει ο στόχος: Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα ή, που είναι το ίδιο, να μη βαλτώσουμε. Και το πετρογέφυρο, σε τούτη την προτροπή, προβάλλει ως ο πιο πειστικός οδηγός, αρκεί να υπάρχει για να μας το υπενθυμίζει…
Τα γεφύρια της Ηπείρου, έτσι κι αλλιώς, καδραρισμένα πια στην αιωνιότητα του πλάτανου, έπαψαν να γεφυρώνουν τον χώρο. Μέχρι όμως να διαλυθούν εις τα εξ ων συνετέθησαν, θα συνεχίζουν, με τα παράξενα μισοσβησμένα ονόματά τους, να γεφυρώνουν, σε μια άλλη, ιδεατή διάσταση, τον χρόνο…
Του Κωτσαρέλου το γεφύρι!
Το γεφύρι της Πολυτσάς! Της Μαλνίτσας το γεφύρι, της Βίγλας, του Γκρέτσι!
Η καμάρα η Πατινή!
Ούρα ε βιέτρα, ούρα ε Χοστέβα!
Της Γκρίκας το γεφύρι!
Το γεφύρι του Μίσιου! Γκέλιν μοστ!
Της Βωβούσας, του Συγκούνη, του Αγά…
Σπύρος Ι. Μαντάς, Ρήξη φ. 142