Η Αρκαδία είναι ένας τόπος παράξενος, γεμάτος βουνά και πέτρες, ξερός, που έκρυβε όμως βαθιά μέσα του από τους πανάρχαιους καιρούς πλουσιότατα αποθέματα νερού από τις βροχές και τα χιόνια, το οποίο περνούσε εκεί, μέσα από καταβόθρες· ακόμα και ποταμοί «κατεπίνοντο» για να αναδυθούν στις πιο πεδινές περιοχές. Ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά του μιλώντας για τον υδρολογικό κύκλο δίνει ως παραδείγματα την Αρκαδία. Νερά λοιπόν υπήρχαν, απόδειξη και τα μεγάλα ποτάμια ο Λάδων, ο Αλφειός. Η βασανιστική για τους κατοίκους σε πλείστα σημεία σπάνις νερού οφειλόταν στην αδυναμία τους να εκτελέσουν έργα, που θα ανέβαζαν τα νερά από τα βάθη ή θα τα μετέφεραν από ένα μέρος σε άλλο. Η λαϊκή παράδοση διέσωσε συγκινητικές μαρτυρίες – μισοπραγματικές, μισοφανταστικές, αδιάφορο – όπως αυτή που καταγράφεται για έναν καλόγερο: κατέβαινε από το μοναστήρι της Παναγιάς, στα Βλαχέρνα «φορτωμένος με ένα ασκί γεμάτο νερό, έφτανε μέχρι τον κάμπο και το κρεμούσε σ’ ένα δέντρο για να ξεδιψάσουν οι περαστικοί». Στο Βυζίκι που αριθμούσε δύο χιλιάδες κατοίκους στις αρχές του 20ού αιώνα διάβασε σε μια πλάκα της Παλιάς Βρύσης: «αρχαία ανυδρία μάστιζε τον τόπο τούτον». Και είναι εντυπωσιακή η μαρτυρία που προσθέτει, πως, όταν το 1935 μεταφέρθηκαν εκεί τα νερά από δύο πηγές «την πρώτην στάλαν έλαβεν ο Γ. Κουντάνης και την ετοποθέτησεν εις τα κανδήλια του Αγίου Νικολάου». Στο Ελληνικό οι κάτοικοι είχαν ανοίξει δύο πηγάδια για να υδρεύονται. Αλλά το νερό που συγκέντρωναν ήταν λίγο. Ο γνωστός πολύτιμος λόγιος, οδοιπόρος Κορύλλος πέρασε στα τέλη του 19ου αιώνα από το μέρος και άφησε την πληροφορία πως οι πιο τολμηροί κατέβαιναν στον πάτο των πηγαδιών και μάζευαν με μικρά κύπελλα «το εκεί λιμνάζον ολίγον ύδωρ». Τα χτίσματα που με τόσο πνευματικό και επιστημονικό ζήλο συγκέντρωσε και μας χάρισε ο Πέτρος Σαραντάκης απομνημονεύουν και δίνουν πλαστικά τον αγώνα του ανθρώπου, της Αρκαδίας εν προκειμένω, να εξοικονομήσει το αναγκαιότατο υλικό αγαθό που υπήρχε, και μάλιστα σε αφθονία, αλλά δεν μπορούσε, με την τεχνολογική ανεπάρκεια του παρελθόντος, να το χρησιμοποιήσει όσο και όπως το χρειαζόταν.